Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Γράψτε λάθος

ΔΙΕΘΝΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ:

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η μείωση των μισθών τελικά έπληξε τη ζήτηση και την επιστροφή της «εσωτερικής ισορροπίας» σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ισπανία, ενώ επιδείνωσε τα προβλήματα του χρέους. 
Ενα ακόμη... λάθος του αναγνωρίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ομολογώντας πως το «ψαλίδισμα» σε μισθούς και απασχόληση που επέβαλε στις χώρες του Νότου και ειδικότερα στην Ελλάδα δεν οδήγησε στην πολυπόθητη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας!

Το νέο «mea culpa» του Ταμείου διατυπώνεται μάλιστα τη στιγμή που η γερμανική Μπούντσεμπανκ, παραδοσιακός θεματοφύλακας της σταθερότητας των τιμών και οπαδός της σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής, θορυβημένη από τα τελευταία στοιχεία για την οικονομία, ζητά από τα συνδικάτα των εργαζομένων -σε μια μάλλον ασυνήθιστη κίνηση- να επιμείνουν σε σημαντικές αυξήσεις στις επικείμενες διαπραγματεύσεις για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ώστε να ενισχυθεί η ζήτηση και να μην μπει η οικονομία σε τροχιά ύφεσης, όπως εκτιμούν πολλοί αναλυτές.
Την ώρα δηλαδή που οι «αδύναμοι κρίκοι» του ευρώ δίνουν μάχη για να αφήσουν πίσω τους την κρίση χρέους και να ορθοποδήσουν, τα εργατικά συνδικάτα της σκληροπυρηνικής Γερμανίας προβάλλουν ακόμη πιο φιλόδοξες απαιτήσεις από την πρόσφατη συμφωνία για αυξήσεις 3%.
Κι ενώ το ΔΝΤ πραγματοποιεί για πολλοστή φορά στροφή... 180 μοιρών από τις αντιλήψεις του, η ελληνική πραγματικότητα παραμένει ιδιαίτερα σκληρή με την ανεργία να παραμένει καθηλωμένη σε δυσθεώρητα ύψη (στο 27,9% στο πρώτο τρίμηνο του 2014) και τη φτώχεια να «καλπάζει» με έναν στους τρεις Ελληνες να κινείται στα όριά της.

Η Bundesbank προέτρεψε τα συνδικάτα να ζητήσουν μεγαλύτερες αυξήσεις, ώστε να τονωθεί η ζήτηση στη Γερμανία, μια και οι εργοστασιακές παραγγελίες συρρικνώθηκαν, αυξήθηκε η ανεργία, ενώ η επιχειρηματική εμπιστοσύνη υποχώρησε σε χαμηλό 6 μηνών.

Οπως φαίνεται και από τα τελευταία στοιχεία του ΙΟΒΕ το ποσοστό της φτώχειας ενισχύθηκε από την προ μνημονίων εποχή κατά 23,5% φτάνοντας από 28,1% του πληθυσμού το 2009 στο 34,6% φέτος, όταν οι αντίστοιχοι μέσοι όροι στην Ευρωζώνη είναι 21,6% και 23,3%.
Την ίδια περίοδο οι μισθοί στην Ελλάδα συρρικνώθηκαν κατά 25% και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υποχώρησε 23,1%, με την απασχόληση να υποχωρεί επίσης 3,1%.
Στην έκθεση του ΔΝΤ με τίτλο «Προσαρμογή στις ελλειμματικές χώρες της Ευρωζώνης: Πρόοδος, προκλήσεις και πολιτικές» οι εμπειρογνώμονες Τιερί Τρεσέλ, Σεντζού Γουάνγκ, Γιονγκ Σιχ Κανγκ και Τζέι Σάμπο καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης μέσω της μείωσης των μισθών δεν κατάφερε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα στις χώρες του Νότου και κυρίως στην Ελλάδα.
«Δεν δούλεψε»
Αντιθέτως, θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα από τις κυβερνήσεις στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ενίσχυαν την παραγωγικότητα, αντί να μπει «μαχαίρι» στους μισθούς. Ετσι θα ήταν πιο «ομαλή» η απαραίτητη προσαρμογή. «Τα στοιχεία δείχνουν ότι η προσαρμογή στο κόστος εργασίας επέφερε μέτρια βελτίωση στην ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών σε προϊόντα και υπηρεσίες» αναφέρει συγκεκριμένα το ΔΝΤ.
Οι συντάκτες της έκθεσης αποδίδουν την όποια αύξηση των εξαγωγών κυρίως στην ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης και αναφέρουν ότι, ενώ υπήρξε ισχυρή ανάκαμψη των εξαγωγών σε Ιρλανδία και Ισπανία, «η ανάπτυξη των εξαγωγών ήταν μέτρια -και αναμένεται να παραμείνει έτσι- κυρίως στην Ελλάδα, αλλά επίσης στην Ιταλία και στην Πορτογαλία».
Το ΔΝΤ εξηγεί πως η μείωση στο κόστος εργασίας δεν μεταφράστηκε σε μείωση των τιμών στις εξαγωγές, αλλά αντιθέτως σε αύξηση των περιθωρίων κερδοφορίας για τους εξαγωγείς. Τονίζει επίσης πως η προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των χωρών της ευρωπεριφέρειας έχει επιτευχθεί μέσω της μείωσης της εσωτερικής ζήτησης και όχι μέσω της μεταστροφής του παραγωγικού μοντέλου των συγκεκριμένων χωρών. Το ΔΝΤ αναγνωρίζει λοιπόν τώρα ότι η εσωτερική υποτίμηση μπορεί να είναι δύσκολη όταν ο πληθωρισμός των εμπορικών εταίρων είναι χαμηλός, ενώ ίσως οξύνει τα προβλήματα υπερβολικού χρέους.
Οπως επισημαίνεται στην έκθεση, οι στρατηγικές εσωτερικής υποτίμησης που ακολούθησαν οι ελλειμματικές χώρες βασίστηκαν κυρίως: α) στην προσαρμογή των τιμών μέσω του περιορισμού της εσωτερικής ζήτησης και της απώλειας θέσεων εργασίας και β) σε διαρθρωτικές αλλαγές για την αύξηση της παραγωγικότητας με την ανακατανομή πόρων από μη εμπορεύσιμους σε εμπορεύσιμους τομείς.
Ωστόσο, η πρόοδος στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών ήταν περιορισμένη. «Οι εξαγωγές ανέκαμψαν αλλά ο μεταποιητικός τομέας παραμένει μικρότερος από τα προ κρίσης επίπεδα» επισημαίνεται.
Την ίδια ώρα, σημειώνουν οι αναλυτές του ΔΝΤ, η αδύναμη ζήτηση από τους υπόλοιπους εταίρους της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένων των πλεονασματικών οικονομιών, επιβραδύνει τη διαδικασία της προσαρμογής.
Σύμφωνα με την έκθεση, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα η αδύναμη ζήτηση για εξαγωγές από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης και ο πολύ χαμηλός πληθωρισμός εμποδίζουν την εσωτερική προσαρμογή.
Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίες μακροοικονομικές πολιτικές που θα στηρίξουν τη ζήτηση και θα φέρουν τον πληθωρισμό πιο κοντά στον στόχο του 2%. Επιπλέον, είναι πολύ κρίσιμο να εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και αγαθών για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και την ανακατανομή των πόρων στους εμπορεύσιμους τομείς.
Σύμφωνα με το Ταμείο, η κατάργηση των φραγμών σε μειώσεις μισθών θα μπορούσε μεν να δώσει ώθηση στην προσαρμοστικότητα στην αγορά εργασίας και να βοηθήσει σημαντικά στη μείωση της ανεργίας, ωστόσο την ίδια στιγμή υπογραμμίζεται ότι η πτώση των εισοδημάτων θα έπληττε τη ζήτηση και την επιστροφή της «εσωτερικής ισορροπίας» σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ισπανία.
«Αλλαξαν τα δεδομένα»
Στο μεταξύ, η γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα ζητά από τα συνδικάτα να επιμείνουν σε σημαντικές αυξήσεις στις επικείμενες διαπραγματεύσεις για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Η παρότρυνση του επικεφαλής οικονομολόγου της Μπούντεσμπανκ, Γενς Ούλμπριχ, μπορεί να είναι ασυνήθιστη αφού στο παρελθόν η ομοσπονδιακή τράπεζα ήταν πάντα εκείνη που ζητούσε «μετριοπαθείς» μισθολογικές αυξήσεις.
Αυτό όμως, επισημαίνουν ειδικοί, ίσχυε για τις εποχές όταν το ζητούμενο ήταν να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός και να μην οδηγήσουν τυχόν γενναίες μισθολογικές αυξήσεις σε κατακόρυφη άνοδο των τιμών.
Οπως εξηγούν, δεδομένης της αναιμικής οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη και των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει το «σύνηθες όπλο» της μείωσης των επιτοκίων για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού.
Ενδεχόμενη αύξηση των μισθών στη Γερμανία, στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των εισαγωγών από άλλες χώρες του κοινού νομίσματος και κατά συνέπεια να δώσει ώθηση στην αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών σε όλη την Ευρωζώνη.
Κατερίνα Κοσμά
kosma@pegasus.gr
ΠΗΓΗ:http://www.ethnos.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια :