Απ' αυτά συνεχίζεται. Απ' όταν οι «αραχνάνθρωποι» εμφανίστηκαν. Στην αρχή δεν τους ήθελαν, ούτε στα δωμάτια δεν τους έβαζαν, λέει. Δεν καταλάβαιναν τι αξία έχει να αιωρείσαι ανάποδα σαν νυχτερίδα. Μετά έμαθαν τι ευλογία ήταν η «κατάρα» τους. Μετά έπιασε πρώτη θέση η Κάλυμνος στους προορισμούς αναρρίχησης παγκοσμίως.
Κάτω από τα βράχινα τείχη θυμάρια, ρίγανες, αλισφακιές, γαϊδουράγκαθα. Να τρώνε τα κατσίκια κι οι μέλισσες. Κάτω από αυτά τα χωριά. Πιο κάτω οι «σκάλες» και το λιμάνι, τίγκα στους αποχαιρετισμούς. Πονεμένοι βαθιά οι Καλύμνιοι. Κι αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν.
Ετσι ήταν πάντα. Εφευγαν. Ναυτικοί, σφουγγαράδες, ψαράδες, μετανάστες. Κανείς δεν ήξερε αν θα επιστρέψει και πότε. Γι' αυτό είναι τόσο γλεντζέδες, τόσο έξω καρδιά. Γι' αυτό ζουν σα να μην υπάρχει αύριο. Μια λογική «ό,τι προλάβουμε απ' τη ζωή» τους κυβερνά, απλά τα πράγματα.
Το νιώθεις αυτό γενικώς. Στις βοτσαλωτές παραλίες με τα καταπράσινα νερά, στα χωριουδάκια, σε κάθε νταραβέρι με τους ντόπιους τέλος πάντων. Στα πανηγύρια. Ιδίως εκεί. Οι Αγιοι τιμούνται μηδενός εξαιρουμένου. Με τσαμπούνες και βιολιά. Αγιος Σάββας και Αγιος Παντελεήμονας. Αγιος Μάμας και Παναγιά. Ο Αϊ-Νικόλας είναι σε άλλη κατηγορία. Μόνος του. Το πανηγύρι της Ανάστασης είναι το πιο φορτισμένο πάντως. Σηματοδοτούσε το φευγιό των σφουγγαράδων για την Αφρική. Αφρική δεν πάνε πια, αλλά η μνήμη έχει ποτίσει το πετσί τους.
Γλέντια να δεις. Κι οι ανάπηροι ακόμα, οι χτυπημένοι απ' τη νόσο των δυτών, να θέλουν να πετάξουν τις μαγκούρες, να χορέψουν. Να πιάσουν τον ίσο, τη σούστα, τον ντιρλαντά. «Η ψυχή δε μένει ανάπηρη» θα ακούσεις. Θα το δεις κιόλας. Αυτό είδε και βίωσε ο Καλύμνιος γυμναστής και χορευτής Θεοφίλης Κλωνάρης κι έφτιαξε τον «Μηχανικό», τον χορό των σφουγγαράδων, που παρουσίασε με το συγκρότημα της Δόρας Στράτου.
Να σου σηκώνει την τρίχα κι ας ξέρεις πως οι χορευτές είναι γεροί. Κι ας είναι οι μαθητές του Λυκείου Ελληνίδων Καλύμνου που τον διδάσκονται, ας πούμε. Μια χαρμολύπη για γερά στομάχια. Γι' αυτό άμα πιάσουν τα όργανα οι Καλύμνιοι σου πιάνεται η ψυχή.
Θάλασσα πικροθάλασσα
Ακόμα και σήμερα πάντως θα βρεις τα καλύμνικα καΐκια σ' όλο το Αιγαίο. Και πιο πέρα. Καλύμνιους γενικώς θα βρεις επίσης παντού. Στην Αυστραλία έχει φτάσει η χάρη τους. Ολόκληρη παροικία είναι στο Ντάργουιν. Οσοι παρέμειναν στο νησί έφευγαν για σφουγγάρια στη Λιβύη, τη Βεγγάζη, την Μπαντελαρία... Στις βόρειες ακτές της Αφρικής γενικώς. Οταν τους απαγορεύτηκε, τη δεκαετία του '70, έξω κι αυτοί. Τα άσχημα χρόνια αυτά.
Ασχημα, όμορφα, όλα είναι σχετικά τελικά. Αντιλεγόμενο σημείο το σκάφανδρο που παρέτεινε την ελεύθερη, μέχρι το 1870, κατάδυση. Που έκανε τη «σκανδαλόπετρα» που κρατούσε τους σφουγγαράδες στον βυθό έκθεμα. Με μια ανάσα κατέβαιναν τότε, «γυμνοί». Και στα 70 μέτρα λένε.
Εφερε πλούτη και θρήνο το σκάφανδρο, «μηχανή» την έλεγαν και τη στολή «φόρεμα». Γέμισε το νησί χρυσάφι και μαυροφορεμένες γυναίκες. Τοίχος παρατοίχος βαφόταν γκρι. Η μηχανή ήθελε αποσυμπίεση. Η αποσυμπίεση ήθελε χρόνο. Οι Καλύμνιοι σφουγγαράδες ήταν μαθημένοι να ανεβαίνουν σφαίρα από τον βυθό. Οι Καλύμνιοι σφουγγαράδες δεν είχαν χρόνο για χάσιμο, επίσης. Συμφέροντα. Τα πριμ στα περισσότερα σφουγγάρια, η τύχη στους «τόπους», η περηφάνια να μη βγεις μ' άδεια χέρια. Ιστορίες για αγρίους.
Ηταν φορές που αν πετύχαιναν καλό τόπο έλυναν και τον κολαούζο, το σκοινί που τους συνέδεε με το καΐκι, μην τους ανεβάσουν απ' τον βυθό. Τους τράβαγαν με το στανιό έξω οι κολαουζιέρηδες βέβαια απ' τον σωλήνα του αέρα. Νάτα τα χτυπήματα της νόσου των δυτών, ο «χτύπος».
Αμέσως τσιγάρο τους έδιναν κι αν ήταν καλά το άντεχαν, αλλιώς τους έριχναν μέσα στη θάλασσα πάλι να πάρουν οξυγόνο, να επανέλθουν σιγά σιγά. Αν η νόσος είχε χτυπήσει για τα καλά τους έτριβαν μέρες, τους μπαινόβγαζαν στο νερό ή τους έβγαζαν σε καμιά παραλία και τους μισοέθαβαν στην άμμο μπας και συνέλθουν με τη ζέστη... Αλλιώς τους έστελναν πίσω πακέτο, στο νησί, στις γυναίκες.
Οι γυναίκες· Οι μανάδες, οι κόρες, οι σύζυγοι. Κατέβαιναν στο λιμάνι για το ξεπροβόδισμα με άσπρα μαντίλια για το καλό, τα μαύρα κρέμονταν από τις τσέπες. Μέχρι να ανοιχτούν τα καΐκια στον κάβο είχε γίνει η αντικατάσταση. Μέχρι να περάσουν οι μήνες και να ξαναφανούν τα καΐκια τις έτρωγαν η αγωνία και η σιωπή. Αντε να γελάσεις άμα δεν ξέρεις πού είναι (κι αν είναι) ο άνθρωπός σου.
Το τι γινόταν με την επιστροφή δεν περιγράφεται. Βάραγαν οι καμπάνες του Αγ. Στεφάνου, συνέχιζαν οι υπόλοιπες. 20 ενορίες καλωσόριζαν τα καΐκια που είχαν τη σημαία ψηλά. Για εκείνα που την είχαν μεσίστια ξεκινούσε ο πένθιμος χτύπος. Ομαδικός κι αυτός. Τιμή στους «σκασμένους» που ρίχνονταν στον βυθό με σακί ή θάβονταν στα ξερονήσια.
Κι έμεναν οι γυναίκες να κάνουν «ξόι» στα ρούχα και στη φωτογραφία τους. Τιμή και στους «πιασμένους». Πιασμένοι· Ετσι λέγονται στην Κάλυμνο οι ανάπηροι, οι χτυπημένοι από τη νόσο των δυτών. 800 σκασμένοι και 200 πιασμένοι στα πρώτα 30 χρόνια του σκάφανδρου.
Περασμένα-ξεχασμένα, θα πεις. Καθόλου. Ακόμη πνίγονται άνθρωποι, ακόμη χτυπιούνται από τη νόσο. Κι ας έχουν μάθει τη σωστή διαδικασία αποσυμπίεσης. Κι ας έχουν στο νοσοκομείο θάλαμο αποσυμπίεσης, κι ας μην κινδυνεύουν από τα σκυλόψαρα που κάποτε τους έτρωγαν, κι ας ξέρουν ένα σωρό κόλπα για τις πρώτες βοήθειες.
Ρισκάρεις; «Και τι να κάνεις; Δεν το σκέφτεσαι έτσι εκείνη τη στιγμή. Αμα δεν βγαίνει το μεροκάματο...»: ο Παντελής Γεωργαντής, πρόεδρος των δυτών σφουγγαράδων, χτυπημένος κι ο ίδιος από τη νόσο, καταθέτει αλήθειες: «Ξέρεις αυτό το πράγμα λειτουργεί και σωρευτικά. Μαζεύεις, μαζεύεις άζωτο κι εκεί που κατέβαινες κι 60 μέτρα, πέφτεις μια μέρα στα 20 και την τρως...». Ολοι το λένε: Περισσότερους άντρες μέτρησε στα σφουγγάρια η Κάλυμνος παρά στον πόλεμο.
Τώρα θα 'ναι δεν θα 'ναι 100 άτομα οι σφουγγαράδες: «Και κυρίως οστρακάδες είμαστε. Απλά μόλις πετύχουμε καλά σφουγγάρια το ρίχνουμε εκεί», λέει ο σφουγγαράς Τάσος Τρικοίλης. Τι έχει αλλάξει; «Δεν έχει τόσα σφουγγάρια πια. Και μετά το 1986 ειδικά (Τσερνομπίλ) αρρώστησε ο βυθός. Τώρα έχει ανακάμψει, μα όπως και να το κάνεις ό,τι μεταβολή κι αν γίνει το σφουγγάρι επηρεάζεται».
Τώρα ο «κολαουζιέρης» λέγεται επιτηρητής. Ρυθμίζει την παροχή αέρα κυρίως κι ειδοποιεί τον δύτη αν το παρακάνει στον βυθό. Κάποτε από τα χέρια του κρεμόταν η ζωή του σφουγγαρά. Κυριολεκτικά. Τώρα τη δουλειά των κουπάδων την κάνουν οι ίδιοι οι σφουγγαράδες. Πρώτη επεξεργασία των σφουγγαριών ας πούμε, μέσα στο καΐκι. Τώρα τη δουλειά του δύτη την κάνουν και ο καπετάνιος και ο επιτηρητής.
Ολοι τα κάνουν όλα, βασικά. Τα έμαθαν υποχρεωτικά στη σχολή. Τη μοναδική κρατική σχολή δυτών στην Ελλάδα που λειτούργησε το 1956. Με βασιλικό διάταγμα κιόλας, μπας και γλιτώσουν οι Καλύμνιοι τα «χτυπήματα». Ξανάνοιξε πέρυσι ύστερα από 8 χρόνια λουκέτου, ξανάκλεισε, ίσως ξανανοίξει.
Τον Ιούνη οι σφουγγαράδες φεύγουν σιγά σιγά. Στην Κρήτη, στην Ιταλία... Κάνα μήνα λείπουν, πού τα παλιά 6μηνα. Φέρνουν πάντα όστρακα, γι' αυτό οι φούσκες, το σπινιάλο, πάνε κι έρχονται. Στα βάζα με θαλασσινό νερό, πρώτος μεζές. Αμα φέρνουν σφουγγάρια τα απλώνουν στο λιμάνι χιλιόμετρα. Να τύχεις σε τέτοια εικόνα.
Τα παίρνουν μετά τα εργαστήρια και τα κάνουν... σφουγγάρια. Μια μαύρη μάζα είναι στην αρχή. Οι ίδιοι οι δύτες τα πατάνε μέσα στο καΐκι να φύγει το «γάλα», τα αφήνουν στον ήλιο και μετά τα κρεμάνε στα πλευρικά για όλο το βράδυ. Χτύπα χτύπα η θάλασσα, το πρωί έχουν γίνει καφέ. Ξανθά τα κάνουν τα εργαστήρια που αναλαμβάνουν μετά.
15 ώρες σε ένα διάλυμα υδροχλωρικού οξέος και νερού για να φύγουν τα πάντα από πάνω τους. Ακολουθεί τέλειο πλύσιμο. «Ξενοδοχείο του βυθού τα λέμε τα σφουγγάρια. Ολα κάθονται πάνω τους. Και τα ίδια όμως, όπου κι αν κάτσουν, φτιάχνουν ζωή. Μόνο στην άμμο δεν πιάνουν. 5.000 είδη υπάρχουν, μόνο τα 5 κάνουν για αυτή τη δουλειά. Τα δικά μας είναι τα περίφημα “καπάδικα”», περιγράφει ο Μανώλης Μακρυλλός που έχει το εργαστήρι του πλάι στην Ιχθυόσκαλα.
Ιχθυόσκαλα· άλλη τεράστια καλύμνικη ιστορία. Ο ψαράδικος στόλος δηλαδή. 658 καΐκια, που θα πει ο μεγαλύτερος στόλος παράκτιας αλιείας στη Μεσόγειο. Και το ψάρι ονομαστό. Οι ξιφίες ξεπερνούν κάθε προηγούμενο, 1.000 τόνοι τον χρόνο, το 80% της παραγωγής της Ελλάδας. Γύρω στους 1.000 οι ψαράδες κι άλλοι 1.500 πάνω-κάτω που σχετίζονται με την αλιεία. Σκέψου τώρα.
Στον υπόλοιπο ψαράδικο κόσμο του Αιγαίου δεν έχουν και τόσο καλή φήμη. «Ωχ, έρχονται οι Καλύμνιοι», θα ακούσεις. Είναι γιατί κάποιοι έπιασαν τον δυναμίτη και ξέχασαν να τον αφήσουν. «Δεν μπορεί να μας παίρνει όλους η μπάλα», θα ακούσεις επίσης. Απ' τους ίδιους τώρα.
Στην Ιχθυόσκαλα, πάντως, έχουν πάρει τα ηνία οι γυναίκες των ψαράδων. Παστώνουν σαρδέλες, τόνους, παλαμίδες, αβγά ψαριών... Κλείνουν τη θάλασσα σε βαζάκια. Θα πάρει σύντομα τον δρόμο της εξαγωγής. Τραβολογιούνται ακόμη με τα κρατικά διαδικαστικά, πάνε τα τελάρα υπέρ πίστεως, παραπονιέται ο πρόεδρος των ψαράδων Γιώργος Κατσοτούρχης, μα οι μεζέδες τους έχουν ήδη φτιάξει όνομα. Γεύσεις για πολλά ούζα.
Αληθινή αγκαλιά
Το αεροπλάνο έρχεται κάθε μέρα στην Κάλυμνο. Μία ώρα πτήση, 7.30 η ώρα το πρωί ή 3 παρά το μεσημέρι είσαι εδώ. Ανάλογα τη μέρα. Παρασκευή ας πούμε έχει κι άλλο δρομολόγιο. Με το καράβι θες κάνα 12ωρο. Οχι κάθε μέρα ετούτο. Πολλοί έρχονται και μέσω Κω, σκάρτη μία ώρα από το Μαστιχάρι.
Αν όλα τα λιμάνια τα λέμε αγκαλιά, την ώρα που περνάς τους κυματοθραύστες της Πόθιας νιώθεις πως αυτή ενέπνευσε την παρομοίωση. Σε κυκλώνει το χρώμα απ' τα σπίτια που ξεχύνονται από τη μεγάλη κοιλάδα. Το παραλιακό μέτωπο είναι όπως οφείλει το λιμάνι ενός νησιού 16.000 κατοίκων. Ζωηρό, πολύβουο, γεμάτο καφετέριες και ουζερί. Καΐκια και σκάφη παρατάσσονται στην προκυμαία. Και εργαστήρια σφουγγαριών εδώ. Και νεοκλασικά σπίτια διάσπαρτα, μάρτυρες του αλλοτινού πλούτου.
Πάνω αριστερά ο Αγ. Σάββας, το μεγάλο προσκύνημα. Πάνω δεξιά η Παναγιά. Κάτω αριστερά ο Αγ. Νικόλαος. Κάτω δεξιά ο Αγ. Στέφανος και στη μέση ο Χριστός με το μαρμάρινο τέμπλο του Γιαννούλη Χαλεπά, φρουρούμενος από το ιδιαίτερο κτιριακό σύμπλεγμα της Πόθιας. Επαρχείο-Δημαρχείο-Βουβάλειο. Απομεινάρια της Ιταλοκρατίας τα πρώτα, ο δε Βουβάλης ήταν μέγας σπογγέμπορος, μέγας ευεργέτης του νησιού.
Στη Βουβάλειο Ναυτική Σχολή είναι σήμερα το Ναυτικό Μουσείο (και λαογραφικό μαζί). Ολη η ιστορία της Καλύμνου σε μια επίσκεψη. Το Αρχαιολογικό Μουσείο με τα ωραία αγάλματα είναι πιο μέσα. Κι ακόμη πιο μέσα είναι το καστράκι της Χρυσοχεριάς στον βράχο που λέγεται ότι είναι οχυρωμένος από τους αρχαίους χρόνους. Για τη θέα και μόνο αξίζει. Στα συν και οι 3 μύλοι από κάτω του.
Πιο πέρα, παραλιακά, είναι η Ιχθυόσκαλα κι ακόμα πιο πέρα το καρνάγιο. Δεν θα μπορούσε να μη λειτουργεί στην Κάλυμνο. Στην άλλη έξοδο του λιμανιού είναι η παραλία του και πιο μετά η παραλία Γέφυρα. Μία μικρή έκπληξη με βότσαλα. Δύο εκπλήξεις γιατί είναι και το ουζερί.
Από τη νότια πλευρά του λιμανιού ανεβαίνεις και για τον Αγ. Σάββα. Στον δρόμο πέφτεις πάνω στο «καλύμνικο σπίτι». Η ξενάγηση της κυρίας Φανερωμένης Σκυλλά – Χαλκιδιού έχει βραβευτεί. Γλαφυρή, ενδιαφέρουσα, θεατράλε όσο χρειάζεται. Συγκινητική όταν αφηγείται τα των σφουγγαράδων. Κόρη σφουγγαρά κι η ίδια, το βίωμα ξεχειλίζει. Εχει γράψει και το βιβλίο «Ή σφουγγάρι ή τομάρι», εκεί να δεις συγκίνηση.
Στο μουσείο λέει κι άλλα. Τα έθιμα του γάμου: ο Αγιος που βαφτίζει τον γαμπρό και προπορεύεται στην πομπή, η καθημερινότητα: οι κλαδαρούδες που κι έγκυες ακόμη ανέβαιναν στο βουνό κι αν τύχαινε γεννούσαν μόνες εκεί κόβοντας τον λώρο πέτρα στην πέτρα. Το τραπέζι πάντα χωρίς καρέκλες για να μην περιορίζονται στον αριθμό οι καλοδεχούμενοι, οι πρωτοκόρες...
Μεγάλη υπόθεση οι πρωτοκόρες στην Κάλυμνο. Και σ' άλλα Δωδεκάνησα. Αυτές θα πάρουν τα καλύτερα προικιά. Οι υπόλοιπες ό,τι μείνει, αν μείνει. Αυτές θα πάρουν το πατρικό σπίτι με τον γάμο τους. Ακόμη κι αν οι γονείς πάνε στο νοίκι. Ακόμη και σήμερα.
Αν συνεχίσεις κι άλλο από εδώ πας στους Βοθύνους κι από εκεί είτε στο σπήλαιο Κεφαλά (όπου ακούς σπήλαιο στην Κάλυμνο επιχειρείς να πας), είτε στα Βλυχάδια με τη διπλή παραλία και τα ταβερνάκια. Εκεί είναι και το ιδιωτικό μουσείο θαλάσσιων ευρημάτων που έφτιαξε ο ερασιτέχνης δύτης Σταύρος Βαλσαμίδης.
Ο γιος του σήμερα διηγείται με υπέρμετρο πάθος τα βιώματα του αείμνηστου πατέρα του και δείχνει τα χιλιάδες σπάνια αντικείμενα που μάζεψε από τους βυθούς του κόσμου. Σκανδαλόπετρες και σκάφανδρα, σπάνια ψάρια, κοχύλια, όστρακα, πολεμικά ευρήματα, αμέτρητοι αμφορείς από ένα αρχαίο ναυάγιο...
Στην πλάτη της Πόθιας είναι η Χώρα, το Χωριό. Φυσική συνέχειά της μέσα στην κοιλάδα. Εδώ καταλαβαίνεις καλύτερα νησί κι ας μη βλέπεις θάλασσα. Ξασπρισμένα σοκάκια, εκκλησιές με βοτσαλωτά, πλατεΐτσες. Από πάνω είναι το Κάστρο. Κτισμένο τον 10ο αιώνα. Οι ιππότες έκαναν τις επεμβάσεις τους τον 14ο αιώνα και το επέκτειναν. Ωραία βόλτα. Η Παναγία με τον Αγιο Νικόλαο ενωμένοι, η υδατοδεξαμενή, διάφορα κτίρια...
Από τη Χώρα ξεκινά και η περιήγηση στο νησί. Δίπλα είναι το Αργος με το αεροδρόμιο και το υπερδραστήριο σχολείο ΑΜΕΑ και στον δρόμο για Πάνορμο, στον Δάμο, ο Χριστός της Ιερουσαλήμ. Ισως το σημαντικότερο αξιοθέατο της Καλύμνου. Εδώ ήταν το ιερό του Απόλλωνα και γύρω η αρχαία πόλη. Κιονόκρανα, κίονες και ψηφίσματα (εδώ κοντά βρέθηκαν και τα 37 αγάλματα του μουσείου) είναι ό,τι απέμεινε.
Πάνω τους η λατρεία συνεχίστηκε στους αιώνες. Ο θόλος του ιερού του Χριστού της Ιερουσαλήμ, τα ψηφιδωτά δάπεδα και τα θεμέλια της Αγ. Σοφίας μαρτυρούν τη βυζαντινή εποχή, ενώ το εκκλησάκι της Υπακοής λόγω αναστήλωσης καθοδηγεί στο σήμερα.
Του ύψους...
«Ποιητές», «Grande Grotta», «Jurassic Park», «Ιλιάδα», «Θαλασσινό αεράκι», «Μαύρο δάσος», «Μαιευτήριο»...: 7ο αναρριχητικά πεδία, 1.300 και βάλε αναρριχητικές διαδρομές. Κι όλο διανοίγονται νέες. Ευφάνταστα τα ονόματα, για την εμπειρία ούτε λόγος.
Τα βράχια της Καλύμνου τα ανακάλυψαν τυχαία κάτι Ιταλοί το 1996. Ο αναρριχητής Andrea di Bari για την ακρίβεια άνοιξε τις πρώτες διαδρομές. Μετά ήρθε ο γνωστός αναρριχητής Αρης Θεοδωρόπουλος, συνεργάστηκε με τον Δήμο, κι οργανώθηκαν για τα καλά τα πράγματα.
Το πέτρωμα, το τοπίο, το κλίμα: έτσι έγινε η Κάλυμνος νούμερο ένα αναρριχητικός προορισμός παγκοσμίως. Ολο τον χρόνο σκαρφαλώνεις εδώ, μα το φθινόπωρο τα βράχια αναστενάζουν. Τον Οκτώβρη γίνεται και το φεστιβάλ. Χιλιάδες άνθρωποι από όλο τον κόσμο κλείνουν ραντεβού στα ψηλά. Αγνώριστη η Κάλυμνος.
Δύσκολο να το καταλάβουν οι ντόπιοι. Αυτοί στον βυθό μεγάλωσαν, δεν νοούνται τη λογική του βουνού, αλλά ας είναι. Ερχεται κόσμος στο νησί. Η τουριστική περίοδος μεγάλωσε. Επαψε η θάλασσα να κρατάει στα χέρια της την τύχη τους. 10.000 αναρριχητές έρχονται κάθε χρόνο, λέει, λίγο το 'χεις;
Σ' όλο το νησί βρίσκεις πεδία, τα διασημότερα είναι στο Μασούρι. Μετά στον Εμπορειό και στα Αργινώντα. Στη ΒΔ πλευρά δηλαδή, αυτή που κατακρημνίστηκε τον 6ο αιώνα σχηματίζοντας την Τέλενδο. Ναι, και στην Τέλενδο έχει αναρριχητικά πεδία. Κι είναι λένε άλλο πράγμα κι αυτά...
...και του βάθους
Οσο πράσινο λείπει από τα βουνά τόσο έχει στα νερά, στη θάλασσα. Τα βότσαλα τα κάνουν να λαμποκοπάνε. Μικρές οι παραλίες, ανοργάνωτες και με λίγα αρμυρίκια οι περισσότερες, βρίσκεις την ησυχία σου αν το θες. Αν δεν το θες πας στο Μασούρι που έχει και beach bar.
Αυτή είναι η τουριστική περιοχή λόγω των αναρριχητικών πεδίων. Δίπλα είναι οι ανεπτυγμένες Μυρτιές. Από εδώ φεύγουν και τα καΐκια για την Τέλενδο, υπ' όψιν. 15 λεπτά, κάθε μισή ώρα πηγαινέλα. Για το άλλο νησάκι της Καλύμνου, την Ψέριμο, πας από την Πόθια.
Εκεί δίπλα στις Μυρτιές είναι και το λιμανάκι του Μελιτσάχα και πιο νότια το Καντούνι, τα Λινάρια κι ο Πλατύς Γυαλός, οι παραλίες του Πανόρμου. Ωραιότατες και δημοφιλείς. Πιο βόρεια, «Πάνω μέρη» τα λένε οι ντόπιοι, ανάμεσα στα αναρριχητικά πεδία είναι τα Αργινώντα και μετά τα Σκάλια. Επειτα βλέπεις στα αριστερά το Καστρί και φτάνεις στον Εμπορειό. Απίθανη η διαδρομή, απίθανες κι οι παραλίες. Ωραία ατμόσφαιρα, ταβερνάκια, δωμάτια... Και παλαιοχριστιανικά λουτρά και το Καστρί στην πλάτη του.
Εκεί που σε στέλνουν όλοι, μα όλοι όμως είναι στη Συκάτη και την Παλιόνησο. Γιατί είναι ξεχασμένες απ' τον Θεό. Η Συκάτη βασικά που πας από μονοπάτι 15'. Για την Παλιόνησο ο δρόμος διανοίχτηκε και βρίσκεις εκεί και ταβερνάκια. Οπως και να έχει, η διαδρομή προς τα εκεί είναι τέλεια. Βλέπεις όλα τα γύρω νησιά. Τη Λέρο κυρίως που νιώθεις ότι πας και κολυμπώντας, κι απ' την άλλη Ιμια, Καλόλιμνο, τουρκικά παράλια...
Τώρα από τα Αργινώντα φεύγει κι ένας δρόμος προς τα ανατολικά που κυκλώνει το μισό νησί και καταλήγει στην Πόθια. Στα 4 χλμ. περίπου, εκεί που θα δεις ένα κιόσκι, ξεκινά το μονοπάτι για τα ιταλικά πυροβολεία. Αλλιώς συνεχίζεις προς Νότο και φτάνεις στο Μετόχι. Κι από εκεί ακολουθείς τον δρόμο προς Παναγιά Κυρά Ψηλή.
Μεγάλο προσκύνημα. Κτισμένο μέσα στον βράχο, έρχονται όλοι οι Καλύμνιοι, κι όχι μόνο, στη γιορτή. 20' το μονοπάτι κι ανηφορικό. Ενα άλλο μονοπάτι από το ίδιο σημείο πάει για την παραλία Πεζώντα, κι ένα άλλο στα πυροβολεία πάλι. Γενικώς το νησί έχει πολλά μονοπάτια αν θες να περπατήσεις.
Το Μετόχι λοιπόν που λέγαμε μαζί με τον Πλάτανο κι άλλες συνοικίες φτιάχνουν τον οικισμό Βαθύς. Βασικά μια κοιλάδα είναι γεμάτη εκκλησάκια και περιβόλια που κρύβονται πίσω από ψηλούς μαντρότοιχους. Ετσι καταλήγεις στη Ρίνα και στο φιόρδ της. Ψαροταβερνάκια, καΐκια, μια πλακόστρωτη περατζάδα, κι ένας σκασμός βασιλικές γύρω της.
Από εδώ ο δρόμος γυρνάει προς την Πόθια αν θες να επιστρέψεις. Αλλιώς κρύβεσαι στο εντυπωσιακό φιόρδ και δεν σε βρίσκει κανείς. Αληθινό πειρατικό λημέρι η Ρίνα. Αρχίζεις τα παστά και τα όστρακα, πετυχαίνεις και καμιά τσαμπούνα, χαιρετάς τα τουρκικά εκδρομικά σκάφη κι υψώνεις το ποτήρι με το ούζο. Σε μια Ελλάδα πέρα για πέρα ελληνική.
Κείμενο: Ολγα Χαραμή
Φωτογραφίες: Hρακλής Μήλας
ΠΗΓΗ:http://www.ethnos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου