Το μπαρούτι και τα γράμματα σηματοδοτούν μια ιστορική διαδρομή που χάνεται στα βάθη των χρόνων. Μια χούφτα πυργόσπιτα και μονές μετέωρες -οι φύλακες της πίστης- κρέμονται στο κενό, ισορροπούν σε φαράγγια, οι αιώνες περνούν και ακόμα ορίζουν τα βήματα.
Ωδή στην πέτρα. Στους φημισμένους Λαγκαδινούς μαστόρους, στα λιθόχτιστα συμπλέγματα που ισορροπούν στις χαράδρες, σφηνώνουν στα βράχια, ακολουθούν τις κοίτες των ποταμών που εμφυσούν ζωή στο γορτυνιακό τοπίο.
Ο διασημότερος προορισμός της Αρκαδίας. Η αετοφωλιά της επανάστασης. Τα απόκρημνα και δύσβατα περάσματα όπου άνθησε ο μοναστικός βίος απ' τη δύση του 10ου αι. Τα καταφύγια, οι μάχες, τα κρυφά σχολειά, η διανόηση.
Η Βυτίνα είναι το κέντρο. Η πρώτη που αναπτύχθηκε. Η σταρ. Το ήμερο ορμητήριο των δυτικών παρυφών του Μαινάλου, με τα πρώτης τάξεως ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα μικρομάγαζα - την «πηγή» του γαλακτώδους και σπάνιου μελιού ελάτης. Δεν της λείπει τίποτα. Ισως λίγη «αγριάδα»...
Μα τη βρίσκεις εύκολα. Ενα τσακ κάνεις και βουλιάζεις στις χαράδρες του Λούσιου. Κινείσαι προς Λαγκάδια και Μυγδαλιά, κυκλώνεσαι απ' τον Χελμό, τον Ερύμανθο, έρχεσαι αντιμέτωπος με το τεχνητό μεγαλείο του Λάδωνα.
Δεν είναι λίγες οι φορές που νιώθεις μέρος της συμμετρίας, της ενέργειας, της παράδοσης, της πίστης ή της τέχνης. Απαρχή όλων η μορφολογία του εδάφους. Το δυσπρόσιτο της τοποθεσίας, η ασφάλεια που παρέχει, η κινητήρια δύναμη του νερού.
Το χαμηλό σε παραγωγή ορεινό ανάγλυφο ωθεί τους κατοίκους σε άλλη κατεύθυνση, χωριά ολόκληρα ασπάζονται το ιδιαίτερο του χαρακτήρα τους, αφήνουν το στίγμα τους στις τέχνες και στα γράμματα.
Πυρήνας της ιστορικής τους εξέλιξης η Παλαιά Μονή Φιλοσόφου. Η αρχαιότερη της Αρκαδίας ιδρύεται το 963, 200 μ. ψηλότερα απ' την κοίτη του Λούσιου και σηματοδοτεί τη γένεση μιας μετέωρης μοναστικής πολιτείας.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας λειτουργεί ως Κρυφό Σχολειό ενώ, όσο περνούν τα χρόνια, ραγδαία εξελίσσεται σε σπουδαία ιερατική σχολή. Τον 17ο αι. - στην ακμή της - συστήνεται η Νέα Μονή, και στα ενδότερά της, λειτουργεί η περίφημη Σχολή Δημητσάνας. Το 1764 μεταφέρεται στον ομώνυμο οικισμό (τη σημερινή της θέση), απ' όπου γράφει το σημαντικότερό της κεφάλαιο.
Πλήθος ιερέων και ηγετικών μορφών της Ορθοδοξίας αποφοιτούν απ' τους κόλπους της, λόγιοι, διδάσκαλοι και ιεράρχες-ινδάλματα, όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Και συμμετέχει ενεργά στην Επανάσταση· ένα τμήμα των πλούσιων συγγραμμάτων της θυσιάζεται στον βωμό του Αγώνα, καταστρέφεται για την κατασκευή φυσιγγιών. Τα ασυγκράτητα νερά συνεχίζουν απτόητα το έργο τους, σμιλεύουν συνειδήσεις, ξεπλένουν φαράγγια, τροφοδοτούν πλήθος νεροτριβών, αλευρόμυλων, βυρσοδεψείων και κυρίως μπαρουτόμυλων. Αξέχαστη η φράση του Θ. Κολοκοτρώνη: «Μπαρούτι είχαμε, έκαμνε η Δημητσάνα» - πασίγνωστη η μετέπειτα τιτλοφόρησή της ως «Μπαρουταποθήκη του Εθνους».
Η γειτόνισσα Στεμνίτσα - που συνδέει την ύπαρξή της με την κοντινότερη, 12ου αι., Μονή Τιμίου Προδρόμου-, συνιστά έδρα της Α' Πελοποννησιακής Γερουσίας, ενώ, παράλληλα, διακρίνεται στην τέχνη επεξεργασίας μετάλλου. Καμπανάδες, χαλκωματάδες, μπρουντζάδες, γανωματήδες, χρυσικοί ταξιδεύουν κατά κύματα, γιγαντώνουν τη φήμη τους εντός και εκτός στεμνιτσιώτικων συνόρων.
Το κεφάλαιο «τέχνες» κλείνει κάπου στα Λαγκάδια, που δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Γνωστά και ως «Κρεμαστό Χωριό» (η υψομετρική διαφορά της άνω και κάτω γειτονιάς τους αγγίζει τα 500 μ.), μετουσιώνονται σε φυτώριο των φημισμένων πετράδων που κάνουν θαύματα, όχι μόνο στον τόπο τους· διαμορφώνουν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική ολόκληρου του Μοριά.
Τούνελ στον χρόνο
Τι κι αν έχεις ξανάρθει; Η αρμονία σ' αφήνει άναυδο, η ιστορία, ο πολιτισμός, η προφανής ομορφιά. Με το που φτάνεις στη Δημητσάνα, σαν να περνάς σε άλλη διάσταση. Κατά συρροή αρχίζουν τα γεφύρια, τα αρχοντόσπιτα, τα καμπαναριά, τα λιθόστρωτα, ο Λούσιος - το ζωογόνο ποτάμι.
Αγναντεύεις το χάος απ' τα δυο ομοιόμορφα υψώματα, τον λόφο του Κάστρου και της Αγίας Παρασκευής. Το σπίτι του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' - νυν εκκλησιαστικό Μουσείο, η οικία του Παλαιών Πατρών Γερμανού, οι ανδριάντες, η πλατεία της Αγίας Κυριακής, το δημοτικό σχολείο, η Βιβλιοθήκη.
Τα απομεινάρια της αρχαίας Τεύθιδος μαρτυρούν τη μακραίωνη ιστορία, όλα τα υπόλοιπα την οικονομική και πνευματική ευημερία από τον 17ο έως τον 20ό αι. Μοντέρνο απόκτημα το Μουσείο Υδροκίνησης - στις πηγές του Αϊ-Γιάννη όπου δούλευαν κάποτε οι 14 μπαρουτόμυλοι που άναψαν τη φλόγα του Αγώνα - πιστή αναπαράσταση της υδάτινης βιομηχανίας της εποχής.
3 χλμ. νοτιότερα στέκει η Μονή Αιμυαλών (16ου αι.) αγκαλιά με τον δικό της βράχο, ενώ λίγα μέτρα πριν από την είσοδό της ο «Ληνός των Κολοκοτρωναίων» υπενθυμίζει το μέρος όπου βρήκε τραγικό θάνατο (μετά από προδοσία μοναχού) ο αδελφός του Κολοκοτρώνη.
Κάτι που εντυπωσιάζει πέραν των προφανών στη Δημητσάνα είναι ο επαναπατρισμός δεκάδων νέων που έχουν αναλάβει τα ηνία των τουριστικών επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, δίνουν πνοή στη σημαίνουσα κωμόπολη. Πάνω - κάτω το ίδιο συμβαίνει και στη Στεμνίτσα, με τη διαφορά πως η νεολαία δεν κατάγεται, αλλά «μαθητεύει» στην ξακουστή και πολυβραβευμένη Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας. Αλλά θα 'ρθει η σειρά της.
Δύο μικρές παρακάμψεις και συνεχίζεις. Μία στην 4 χλμ. μακριά Ζάτουνα (που προσφέρει μια διαφορετική όψη της Δημητσάνας), με τους παραδοσιακούς καφενέδες και το υπό ανακαίνιση Μουσείο Μίκη Θεοδωράκη - φόρο τιμής στον μουσικοσυνθέτη από τον για έναν περίπου χρόνο τόπο εξορίας του και, η δεύτερη στο Ζυγοβίστι, όπου συναντάς ένα από τα ανατριχιαστικότερα Ηρώα της διαδρομής. Ο λόγος για το θεόρατο μαρμάρινο βιβλίο των «Αθανάτων», αφιερωμένο στην προσωπική φρουρά του Κολοκοτρώνη: «ων τα νώτα ουδέποτε είδε ο εχθρός». Από εδώ το πας, από εκεί το φέρνεις...
Αλήθεια, ποιον κοροϊδεύεις; Δεν κατεβαίνεις στο φαράγγι πριν αντικρίσεις τη Στεμνίτσα. Την άλλοτε πολυπληθή κοινότητα με τους λιγοστούς κατοίκους, τη γλυκύτατη πλατεία, τα καφεζαχαροπλαστεία (η πορτοκαλόπιτα στο «Καφενείο της Γερουσίας» είναι ονειρική), το ρολόι, τα σοκάκια, τον λόφο του κάστρου και την πληθώρα μεταβυζαντινών εκκλησιών.
Τι να πεις για την ομορφιά της; Tόσα έχεις δει, το έχεις ξεπεράσει. Ιστορικότερα προσκυνήματα αποτελούν η Παναγιά η Μπαφερώ (πλησίον του Ηρώου με θέα στο φαράγγι και στα φουγάρα της Μεγαλόπολης) όπου φυλάχθηκαν -και καταστράφηκαν από την υγρασία- τα βιβλία της Σχολής Στεμνίτσας (εν λειτουργία έως το 1828).
Επίσης, η Ζωοδόχος Πηγή, σε κελί της οποίας συνεδρίασε η Πρώτη Πελοποννησιακή Γερουσία. Κάποιοι θεωρούν πως οι τόσες εκκλησίες ήταν ένας τρόπος εξιλέωσης για τους πλανόδιους τεχνίτες, ένας τρόπος να συγχωρεθούν για τις νοθείες που έκαναν· ουκ ολίγες φορές έκλεβαν στα υλικά, ενώ κανόνιζαν τις «ατασθαλίες» μιλώντας τον μυστικό τους κώδικα: τα μεστιτσιώτικα.
Γεγονότα και φήμες παρατίθενται χαρτί και καλαμάρι στο Λαογραφικό Μουσείο, ένα από τα καλύτερα του είδους, που μάλιστα, χάριν εθελοντισμού, είναι μονίμως ανοιχτό. Κατηφόρα τώρα, θες -δεν θες. Λούσιος ίσον περπάτημα.
Τα μονοπάτια διακλαδώνονται απ' τη Δημητσάνα, απ' τη Στεμνίτσα, από παντού, περνούν απ' τη μια όχθη στην άλλη, σε φέρνουν σε απόσταση αναπνοής από τα θαύματα της πίστης. Η Φιλοσόφου προσεγγίζεται (και) με όχημα, γι' αυτό, αν αναζητάς μία διαδρομή, η ιδανικότερη ξεδιπλώνεται από την αρχαία Γόρτυνα έως την Τιμίου Προδρόμου.
Κάπως έτσι, βρίσκεσαι στην κοίτη του. Στο γεφύρι του Πολυγένη που σηματοδοτεί τον αρχαιολογικό χώρο που ονομάτισε τον άγριο τόπο. Στην πόλη που άκμασε από την αρχαϊκή μέχρι την ελληνιστική περίοδο, εκεί όπου λειτούργησε το φημισμένο σε όλη την Πελοπόννησο ιερό του Ασκληπιού.
Τα λημέρια του Λάδωνα
Ενέργεια παίρνεις. Από τις αρχαίες πέτρες, τα αφρισμένα νερά, τα κοφτερά βράχια. Η συνέχεια σε βρίσκει στη δυτική πλευρά της διαδρομής και το τοπίο αλλάζει άρδην. Από τη Νυμφασία προσεγγίζεις τη διάσημη για τη θαυματουργή της εικόνα Μονή Κερνίτσης (ιδρυμένη το 1116 και καμένη από τον Ιμπραήμ 7 φορές!).
Τα Μαγούλιανα, χωμένα στα έλατα, να κρατούν τα ηνία ως το υψηλότερο χωριό της Πελοποννήσου, το ακόλουθο Βαλτεσίνικο, που φημίζεται για την ξυλογλυπτική του παράδοση (έργα του θαυμάζεις στις γύρω εκκλησίες).
Στρίβοντας προς Ολομάδες, μες στο φαράγγι Ρεντεζέλα, ξεπροβάλλει το ερειπωμένο Παλιομονάστηρο του Αγίου Νικολάου με τις 2 εισόδους, τις πολεμίστρες και τις βαριές ξύλινες πόρτες, άλλος ένας φύλακας της Ορθοδοξίας (μετά μια αποτυχημένη επιδρομή, συνέβαλε τα μέγιστα στην επιβίωση του γειτονικού πληθυσμού).
Ωσπου περνάς τη Μυγδαλιά, φτάνεις στον Λάδωνα. Πλέεις ανάμεσα στα Λαγκαδιανά βουνά και το Αφροδίσιο όρος, στα σπίτια που ρημάζουν στην κοίτη του και εντείνουν το ήδη μαγευτικό τοπίο. Το «γεφύρι της Κυράς», αν θέλει σου κάνει τη χάρη. Κατασκευασμένο τον 13ο αι. από την αρχόντισσα του κάστρου της Ακοβας (τα ερείπιά του απαντώνται στις παρυφές του χωριού Βυζίκι) φανερώνεται ή «πνίγεται», ανάλογα με τη στάθμη της λίμνης.
Πάντως είναι εκεί, πλάι στη νέα γέφυρα και στο παλιό πορθμείο. Αν φαίνεται, θα το δεις. Για 15 χλμ. την κυκλώνεις, μέχρι που το φράγμα της ΔΕΗ φανερώνεται ολόρθο, απ' το 1954 - από τότε εκμεταλλεύεται τα νερά της. Από εδώ και έπειτα, χίλια δυο μπορείς να κάνεις. Να πας έως τη Βάχλια και την Κοντοβάζαινα, να κατέβεις από τα Τρόπαια έως την αρχαία Θέλπουσα, να βρεις μες στα χωράφια ό,τι απέμεινε απ' τα περίτεχνα ρωμαϊκά λουτρά. Κι αν σου άνοιξε η όρεξη για υδροθεραπείες, να πεταχτείς έως αυτά της Ηραίας - αναγνωρισμένα απ' το 1900, μα γνωστά για τη θεραπευτική τους αξία από την αρχαιότητα.
Οπως και να 'χει, απ' τα Λαγκάδια θα γυρίσεις. Θα πιάσεις κουβέντα με τα γεροντάκια στην κρεμαστή πλατεία, θα ακούσεις ιστορίες για τα παλιά, για τους ξακουστούς μαστόρους και τα μαστορόπουλα. Κι όταν νυχτώσει, θα ξεκινήσεις. Θα πάρεις τον δρόμο του γυρισμού. «Κάτσετε εδώ», θα σου μηνύσουν. «Τι πάτε να κάνετε στη Δημητσάνα;» Ακου ερώτηση! E, όλο και κάτι θα βρούμε, παππού.
ΠΗΓΗ:thetravelbook
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου