Βαριά τείχη και μετέωρα σαχνισιά. Λιόδεντρα και δίχτυα. Εκτυφλωτικά χρώματα και αλλού, γκρίζα στάχτη. Από την περήφανη Μυτιλήνη μέχρι τη γη του Αρίωνα, αγγίζεις τα μικρασιατικά παράλια.
Εδώ γεννήθηκαν οι ισχυροί, οι γυναίκες και άντρες της παγκόσμιας διανόησης. Εζησαν την έμπνευση και προίκισαν τη Λέσβο (θα το δεις!) με μια «άνοιξη» αιώνια.Επτά καταπράσινοι λόφοι χύνονται στη θάλασσα. Η πρωινή αχλή φανερώνει περήφανα αρχοντόσπιτα, αρμυρίκια και περιπατητές, πιο βαθιά, μια χρυσαφένια προκυμαία, ηλιοκαμένους ψαράδες και αστραφτερά κότερα. Με την άκρη του ματιού σκιαγραφείς ένα μοναδικού μεγέθους γενοβέζικο κάστρο και αν στρέψεις το βλέμμα στη θάλασσα, τα γειτονικά μικρασιατικά παράλια τρεμοπαίζουν στο Αιγαίο.
Η πρωτεύουσα Μυτιλήνη και βορειότερα ο Μόλυβος, δύο από τις σημαντικότερες πόλεις-κράτη της αρχαίας Λέσβου, χαράζουν μια νοητή γραμμή κατά μήκος της ανατολικής ακτής του «ίδιου με πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους» νησιού - όπως την όρισε, στα πέρατα του χρόνου, ο εραστής της, Οδυσσέας Ελύτης.
Ο νομπελίστας ποιητής δεν ήταν ο μόνος που τη λάτρεψε, που καρτερούσε με προσμονή τον ζεστό της ήλιο, κάθε καλοκαίρι. Που κάτω από τη σκέπη της έγραφε, ζούσε, βίωνε. Φιλόσοφοι, πανεπιστήμονες, κιθαρωδοί και συγγραφείς βρήκαν εδώ την έμπνευση και άφησαν ατράνταχτη παρακαταθήκη το έργο που τους οδήγησε στην αιωνιότητα.
Ο Πιττακός ο Μυτιληναίος, ο Αλκαίος κι η Σαπφώ, ο Αρίων ο Μηθυμναίος, ο Θεόφραστος ο Ερέσσιος, ο Τέρπανδρος ο Αντισσαίος∙ «πατέρες» της μουσικής, της ποίησης, της βοτανολογίας, της φιλοσοφίας... Ανθρωποι ανήσυχοι, του πολιτισμού και των τεχνών, απ' τον 6ο κιόλας αιώνα διαλαλούσαν την ελευθεριότητα της ζωής, την ανάγκη για δημιουργία, τον έρωτα... Η Λέσβος το κάνει αυτό. Πυροδοτεί συναισθήματα, «ενεργοποιεί» καταστάσεις, σε καθοδηγεί σε δρόμους αχαρτογράφητους, επιδρά πάνω σου, σε αναταράζει, ίσως απλά, γιατί δεν το περιμένεις...
Η «Μακαρία» της αρχαιότητας ξαναζεί μια δεύτερη πνευματική άνοιξη στις αρχές του 1900, οπότε φέρνει στον κόσμο κι άλλα εκλεκτά τέκνα. Η γενιά της νόησης των Αργύρη Εφταλιώτη, Στρατή Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη, του Στρατή Ελευθεριάδη - Τεριάντ και του αγαπημένου του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, προβάλλει το μελάνι της σε κόλλες χαρτί, σε τοίχους σπιτιών, σε κεραμίδια και πλατείες, χαρακτηρίζει για πάντα γέρικες μουριές, δίνει πίσω στη Λέσβο αυτό που νιώθει ότι της οφείλει.
Μέσα από χρώματα και ανάσες δανεικές, μαζεύεις εικόνες και, μεμιάς, η αιολική γη εξομολογείται την ιστορία της. Το σεληνιακό τοπίο της δυτικής πλευράς υπενθυμίζει την ηφαιστειακή έκρηξη που εκατομμύρια χρόνια πριν προσδιόρισε το μοναδικό της υπέδαφος, προικίζοντάς τη με πέντε θερμές ιαματικές πηγές, με ένα χέρσο, άγριο κομμάτι και μια εύφορη νοτιοανατολική ακτή, καθιστώντας την ένα νησί, μα δύο ολότελα διαφορετικούς κόσμους.
Μυτιλήνη, η αρχόντισσα
Δεν μπορείς να ξεκινήσεις από αλλού. Η Μυτιλήνη, το μέγα λιμάνι, ανέκαθεν διαμόρφωνε την πρώτη εντύπωση. Στη σκιά των ελαιώνων, κάτω απ' τα πεύκα της εύφορης πλαγιάς, οι μαούνες του 1800 φόρτωναν λαδοβάρελα στα βαπόρια και το πολύτιμο απόσταγμα ταξίδευε ως τη Θεσσαλονίκη, την Πόλη και την Οδησσό.
Επί τουρκοκρατίας, οι προεστοί πλούτισαν απ' το εμπόριο του «λιωμένου χρυσού», οι μεγαλογαιοκτήμονες έγιναν βιομήχανοι και τα πελώρια φουγάρα τού σήμερα μαρτυρούν την κάποτε ραγδαία ανάπτυξη της σαπωνοποιίας και ελαιουργίας.
Οικονομική ακμή παρά την υποδούλωση σημαίνει άνοδο του βιοτικού επιπέδου, μέχρι το 1867, οπότε ένας μεγάλος σεισμός την τραντάζει συθέμελα και πολλά σπίτια γκρεμίζονται. Παράλληλα, παρατηρείται μια απότομη πτώση της θερμοκρασίας -τουλάχιστον 20 βαθμών-, κατά την οποία πολλά δέντρα καταστρέφονται.
Για τουλάχιστον 6 χρόνια το νησί μαραζώνει κι οι κάτοικοι αναζητούν την τύχη τους σε Ρουμανία, Ρωσία, Αίγυπτο ή στις αναπτυσσόμενες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Επιστρέφουν «νικητές» κι αποφασίζουν να ξαναχτίσουν, αυτήν τη φορά, διατηρώντας τα αρχιτεκτονικά πρότυπα των χωρών που τους φιλοξένησαν.
Η οικιστική ιδιομορφία της Μυτιλήνης είναι γεγονός και μεταφράζεται σε δεκάδες νεοκλασικά και νεογοτθικά κτίσματα, με επικλινείς στέγες και μπαρόκ διάκοσμο, που συγκεντρωμένα παρατηρούνται στις περιοχές Σουράδα και Κιόσκι - εκατέρωθεν του λιμανιού.
Οι ως επί το πλείστον θερινές κατοικίες του δεύτερου μισού του 19ου αι., περιβάλλονταν από ολάνθιστους κήπους, που δυστυχώς -οι περισσότεροι-, θυσιάστηκαν στον βωμό της άναρχης ανάπτυξης. Μία εξ αυτών δεν «παραδόθηκε» ποτέ - ίσως από χρέος (ή πείσμα;) στο όνομα και την ιστορία που την περιβάλλει.
Ο λόγος για την έπαυλη Αλεπουδέλη, το κτήμα της οικογενείας του Ελύτη, Ελ. Βενιζέλου 83, στη Σουράδα. Στο νεοκλασικό του 1910, με τα 8 ψηλοτάβανα δωμάτια και τα φουντωτά τσιμισίρια, πέρναγε τα καλοκαίρια του «ο Οδυσσέας», στο κατάδικό του δωμάτιο, με θέα την απέραντη θάλασσα. Εδώ παραθέριζε κι ο ξάδελφός του, Κώστας Ιωάννου, με τον οποίο ήταν πολύ δεμένοι - αυτός το φροντίζει ως σήμερα, μαζί με τη γυναίκα του, την Ολγα.
Πίσω από τη σιδερένια καγκελόπορτα, ο κήπος μετρά 100 χρόνια ζωής, «είναι ίσα με το σπίτι!» και κάποτε συζητιόταν να κριθεί διατηρητέος. Οχι πια... Τα πορτοπαράθυρα ανοίγουν, οι κασέλες ξεκλειδώνουν, το φως θα ξαναμπεί... Ουκ ολίγες προσωπικότητες φιλοξενήθηκαν κάτω από τα καλοσμιλεμένα γύψινα ταβάνια.
Τους αναγνωρίζεις ξεκάθαρα σε ασπρόμαυρα καρέ, να ποζάρουν μπροστά στις κολόνες της επιβλητικής εισόδου: ο Βενιζέλος, ο Εμπειρίκος, ακόμα και ο συλλέκτης Τεριάντ, στο πρώτο του ταξίδι απ' τη Γαλλία ήρθε εδώ, όταν το μουσείο που αφιέρωσε στον Θεόφιλο (και εν συνεχεία η υπό συντήρηση βιβλιοθήκη) δεν ήταν παρά μια συγκεχυμένη ιδέα σε ένα φιλότεχνο μυαλό...
Ζωή έξω απ' τα τείχη
Το Κάστρο ανάβει τα φώτα του και (τι τύχη!) το ολόγιομο φεγγάρι το στεφανώνει από ψηλά. Το δημιούργημα του Ιουστινιανού, κάποτε νησί και ένα από τα πιο απόρθητα φρούρια επί Γατελούζων, κρύβει μέσα του κρύπτες και ξέχειλες δεξαμενές, παλιές πυριτιδαποθήκες, τεκέδες και οθωμανικά ιεροδιδασκαλεία, λουτρά, κρήνες, λείψανα χριστιανικών ναών και ιερά ακόμα πιο παλιά, αφιερωμένα στη Δήμητρα και την Περσεφόνη.
Απέναντι απ' τον σπαρμένο με λουλούδια μεγάλο περίβολο, ξεδιπλώνεται η αμφιθεατρικά χτισμένη Επάνω Σκάλα, ο συνοικισμός των προσφύγων, που εγκαταστάθηκαν εκεί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μπροστά σου και το βόρειο λιμάνι με τον αρχαίο, βυθισμένο λιμενοβραχίονα, το οποίο μέχρι το '22 φιλοξενούσε το λεγόμενο «Καστρέλι».
Πάει αυτό, κατεδαφίστηκε, μα έδωσε τη θέση του στο χάλκινο άγαλμα της Ελευθερίας! «Εδώ θα το δεις και στη Νέα Υόρκη», θυμάσαι κάποιον να ψιθυρίζει με περηφάνια... Υπερβολές... Από το ελληνικό βάθρο της, η Μικρασιάτισσα μάνα ατενίζει τα παράλια των χαμένων πατρίδων και οι νέοι της πόλης σκαρφαλώνουν στα πόδια της καλωσορίζοντας τα φωτογραφικά φλας.
Στον επάνω λόφο, το αρχαίο θέατρο με τη φημολογούμενη τέλεια ακουστική αναστηλώνεται. Κάτω, στα σοκάκια της παλιάς πόλης, εκεί που κάποτε φορτωμένα μουλάρια μετέφεραν εμπορεύματα, η κίνηση καλά κρατεί... Μικρομάγαζα και καλοδιατηρημένες προσόψεις συνιστούν τον πιο πολύβουο δρόμο της πόλης (μετά την προκυμαία), ο οποίος σε καθοδηγεί σε ένα καλά κλειδωμένο χαμάμ και το επίσης «δυσπρόσιτο» Γενί Τζαμί. Δεν σε πολυπειράζει.
Βρίσκεις ενδιαφέρον στους ανθρώπους που βολτάρουν, κοιτώντας ψηλά τα περίτεχνα χαγιάτια, στους μαγαζάτορες που σε περιεργάζονται με προσμονή μέσα από σκονισμένα παλαιοπωλεία, στα ολάνθιστα ταβερνεία που (και γευστικά), θυμίζουν κάτι από τα παλιά... Ψηλά στον ουρανό, το γοτθικό καμπαναριό του μητροπολιτικού Αγίου Αθανασίου δεν σε αφήνει να αποδιώξεις το βλέμμα, ούτε άλλωστε και ο πολυφωτογραφημένος, μα πάντα επιβλητικός τρούλος του Αγιου Θεράποντα.
Μυρίζεις τη θάλασσα σαν υπνωτισμένος και περπατάς πλάι της, ως την πλατεία Σαπφούς με το άγαλμα της δέκατης μούσας και τα πολύχρωμα graffiti. Σ' αυτήν δίνεται το καθιερωμένο ραντεβού, εκεί κάθε Κυριακή μετά την παρέλαση, υποστέλλεται η σημαία. Ακριβώς πίσω, στα παλιά λαδάδικα, ντόπιοι και σπουδαστές του Πανεπιστήμιου Αιγαίου στήνουν «μουσικά καφενεία», ενώ στο φανάρι της προκυμαίας, οι ψαράδες πίνουν ένα ουζάκι ακόμα, έτσι, για το καλό...
«Απαγορεύεται η είσοδος στα μη μέλη», διαβάζεις στην ταμπέλα, μα μόνο παρείσακτος δεν νιώθεις σε αυτό το... κατά προσέγγιση κυλικείο, με το άφθονο ούζο, τις μπλεγμένες φωνές ανθρώπων και τηλεόρασης και τα ολόφρεσκα μεζεκλίκια που παρελαύνουν δεξιά και αριστερά. Πίνεις, τσουγκρίζεις, χαιρετάς και σε λίγο (θες, δεν θες) θα μάθεις και για τους νόμους του κεράσματος...
«Αυτό που έκανες ήταν λάθος, προσβολή!» Ο Μιχάλης απ' το Πλωμάρι είναι όρθιος πάνω απ' το τραπέζι σου γιατί έπραξες το αδιανόητο, τόλμησες να κεράσεις πίσω... Με χαμηλωμένο βλέμμα ρωτάς πως θα διορθώσεις την ασέβεια και, ευτυχώς, υπάρχει λύση! Θα πιεις μαζί του, στο ίδιο τραπέζι.
Ολα ξεχνιούνται όταν έρχεσαι κοντά, δίπλα στον Νίκο απ' τη Μελίντα, παρέα με τον οικοδεσπότη σου, τον Παναγιώτη τον Μάγο, χαϊδεύοντας τον Φιλήμονα, τον σκύλο, σχολιάζοντας τα καθέκαστα. «Οταν σε κερνούν, δεν κερνάς πίσω. Είναι σαν να μη δέχεσαι το κέρασμα», εξηγεί ο Μιχάλης. Το κατάλαβες αυτό, πάει. Ζητάς να μάθεις κι άλλα, να γλιτώσεις την επόμενη ντροπή.
«Το παγάκι το χαλάει. Με κρύο νερό να το πίνεις», «τσούγκρισμα στο στόμιο του ποτηριού δεν κάνει, σημαίνει πως “γυρεύεις” κάτι», πετιούνται οι υπόλοιποι... Φυσικά, όλοι συμφωνούν πως αλλού δεν πίνεται το ούζο. «Αν πας στην Αθήνα, πίνεις κρασάκι. Κάθε τόπος έχει τα δικά του...» και σαν να μην έγινε ποτέ τίποτα, αρχίζουν το τραγούδι... Οχι όποιο κι όποιο! Ενα παραδοσιακό, μικρασιάτικο! Τη Γιωργίτσα! Μεσημέρι γαρ, σε προσκαλούν ξανά το βράδυ που θα 'χουν χταπόδι. Πάνε και αυτοί να ξεκουραστούν. Να δούμε, θα τα καταφέρεις;
ΠΗΓΗ:thetravelbook
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου