Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Επανέρχεται η απειλή για επανακεφαλαιοποίηση

Επανέρχεται η απειλή για επανακεφαλαιοποίηση

«Νάρκη» στη σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και κατ’ επέκταση στο σύνολο της οικονομίας μπορεί να αποτελέσει η προκαταρκτική έρευνα που προτίθεται να ξεκινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη νομιμότητα του αναβαλλόμενου φόρου. Κατά πόσον δηλαδή η ένταξη του αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά κεφάλαια των συστημικών τραπεζών της Ελλάδας, αλλά και της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας συνιστά κρατική βοήθεια προς τις τράπεζες.
Εάν ο αναβαλλόμενος φόρος κριθεί ως παράνομη κρατική ενίσχυση είναι προφανές ότι οι ελληνικές συστημικές τράπεζες θα πρέπει να ενισχύσουν τα εποπτικά τους κεφάλαια και να προχωρήσουν σε νέα ανακεφαλαιοποίηση, η οποία στις παρούσες συνθήκες θεωρείται αδύνατη και μάλιστα την ώρα που οι ελληνικές τράπεζες δέχονται πιέσεις από τη συνεχιζόμενη εκροή καταθέσεων και την έλλειψη πρόσβασης σε χρηματοδότηση και, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το πρώτο τρίμηνο θα κλείσει με ζημίες.

Τι ερευνά η Ε.Ε.
Οι αρμόδιες αρχές της Κομισιόν έχουν ήδη πραγματοποιήσει επαφές με τις τραπεζικές αρχές των τεσσάρων ευρωπαϊκών χωρών του νότου μετά από αίτημα ορισμένων ευρωβουλευτών. Όπως έγινε γνωστό η Κομισιόν συγκεντρώνει στοιχεία για να καθορίσει εάν στις χώρες αυτές θα πρέπει ή όχι να ερευνηθεί το ενδεχόμενο αν οι τράπεζες έχουν δεχθεί παράνομη κρατική στήριξη, καθώς προχώρησαν σε αύξηση των κεφαλαίων τους χρησιμοποιώντας και τίτλους που θεωρούνται χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης για την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Στο επίκεντρο της προκαταρκτικής έρευνας βρίσκεται ο αναβαλλόμενος φόρος, ο οποίος γίνεται δεκτός ως βασικό κεφάλαιο για τις τράπεζες στις τέσσερις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά δεν θεωρείται κεφάλαιο υψηλής διαβάθμισης από την ΕΚΤ.
Στην περίπτωση που οι Βρυξέλλες αποφασίσουν να ξεκινήσουν πλήρη έρευνα για τη νομιμότητα αυτής της πρακτικής τότε θα ανακύψει πρόβλημα για το τραπεζικό σύστημα του ευρωπαϊκού Νότου, που ακόμη παλεύει να ολοκληρώσει την προσπάθεια ανάκαμψής του από την κρίση.
Τα ανοιχτά μέτωπα
Με τη διαπραγμάτευση της χώρας με τους πιστωτές να «σέρνεται» και το κλίμα αβεβαιότητας να επιδεινώνεται, οι τράπεζες δέχονται ισχυρές πιέσεις από την έλλειψη ρευστότητας. Και αυτό το μείζον πρόβλημα επηρεάζει το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα. Παρά τις  προσπάθειες των τραπεζών, στην κατεύθυνση αξιοποίησης των όποιων πόρων υπάρχουν από προγράμματα του ΕΣΠΑ για τη χρηματοδότηση καινοτόμων επιχειρήσεων, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δύσκολα μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε ρευστό και λύσεις για να χρηματοδοτήσουν τη λειτουργία τους. Κάποιοι περιγράφουν την όλη κατάσταση ως μία άτυπη στάση πληρωμών στον ιδιωτικό τομέα. Σημειώνεται ότι οι συστημικές τράπεζες χρηματοδοτούνται με το σταγονόμετρο μέσω του ELA, την ίδια στιγμή που οι εκροές καταθέσεων από το Δεκέμβριο ως και το Μάρτιο υπολογίζονται σε 28 δισ. ευρώ και συνεχίζονται, έστω και σε πιο περιορισμένη έκταση.
Το βασικό λοιπόν πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών παραμένει πως δεν έχουν οι ίδιες πρόσβαση στη ρευστότητα για να την διοχετεύσουν στις επιχειρήσεις και δεν πρόκειται να αποκτήσουν αν η κατάσταση δεν ομαλοποιηθεί, εάν δεν υπάρξει οριστική συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές της χώρας. Έτσι τα σχέδια των τραπεζών για κερδοφορία μέσα στο 2015 παραπέμπονται στις ελληνικές καλένδες. Το πρώτο τρίμηνο υπολογίζεται πως θα κλείσει ζημιογόνα, τραπεζικές εργασίες δεν διενεργούνται, με αποτέλεσμα να υπάρχει ορατός πλέον ο κίνδυνος να αναλωθούν κεφάλαια από τα πιστωτικά ιδρύματα.
«Κόκκινα» δάνεια
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα για τις τράπεζες παραμένουν τα κόκκινα δάνεια, η μείωση των οποίων ήταν βασική παραδοχή σε όλα τα tests  για το 2015 και φυσικά υπό την προϋπόθεση πως η ελληνική οικονομία το 2015 θα περνούσε σε ανάκαμψη. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν συμβαίνει, ενώ ταυτόχρονα η καθυστέρηση της νομοθέτησης του θεσμικού πλαισίου για τη ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων οδηγεί πολλούς δανειολήπτες, ακόμη και εκείνους που έχουν κάποια δυνατότητα στην αποπληρωμή, να καθυστερούν αναμένοντας ακριβώς αυτές τις ρυθμίσεις.
Αύξηση κόστους
Τα λειτουργικά κόστη των τραπεζών παραμένουν αυξημένα, αφού το πλήθος των ελέγχων που αυτές υφίστανται λόγω των κοινοτικών οδηγιών και τα όσα προβλέπει η ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση, μία διαδικασία σε εξέλιξη, συμβάλλει ουσιαστικά προς αυτήν την κατεύθυνση και μερικώς αντισταθμίζεται τόσο από τις εθελούσιες εξόδους, αλλά και τα προγράμματα αναδιάρθρωσης που «τρέχουν» εν μέρει. Και αυτό διότι οι τράπεζες δυσκολεύονται να ρευστοποιήσουν περιουσιακά στοιχεία λόγω συγκυρίας.
Κινήσεις
Σε όλο αυτό το περιβάλλον οι τράπεζες επιχειρούν φυγή προς τα εμπρός σε δύο μέτωπα:
1. Nα διαφυλάξουν και να επαναφέρουν καταθέσεις κυρίως αυτές που έφυγαν στο τέλος του 2014 και στις αρχές του 2015, καθώς οι εκροές ήταν κυρίως μετρητά και ως εκ τούτου εκτιμούν πως με την ομαλοποίηση της κατάστασης η επαναφορά τους θα αποτελέσει μία σχετικώς εύκολη υπόθεση.
2. Να χορηγήσουν όσα κεφάλαια μπορούν κυρίως μέσα από εκπονημένα επενδυτικά προγράμματα σε συνεργασία με την Τράπεζα Επενδύσεων και τους κοινοτικούς πόρους ώστε να μην στεγνώσει η εθνική οικονομία.
3. Να αντιμετωπίσουν τη λαίλαπα των κόκκινων δανείων, με τις υπάρχουσες διαδικασίες, όσο αυτό είναι εφικτό ώστε να προστατέψουν τους ισολογισμούς τους και τα κεφάλαια των ιδιωτών μετόχων.
Από την πλευρά τους οι επενδυτές στέκονται εξαιρετικά επιφυλακτικοί στις εξελίξεις. Επισημαίνεται ότι οι απώλειες στην αξία των μετοχών των τραπεζών από τις αρχές του έτους πλησιάζουν το 50%!
Τέσσερα σενάρια για τις ελληνικές τράπεζες
  • Η Bank of America, συνεκτιμώντας τις εξελίξεις αυτές, αλλά και τα συνολικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν  οι ελληνικές τράπεζες με τα «κόκκινα» δάνεια, δεν αποκλείει να προκύψει ανάγκη νέας κεφαλαιοποίησης των συστημικών τραπεζών και παρουσιάζει τέσσερα σενάρια:
1. Σταδιακή ανάκαμψη του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της οικονομικής κατάστασης των τραπεζών το 2016-17. Στο σενάριο αυτό δεν θα προκύψουν πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες. Με βάση το σενάριο αυτό, προκύπτει σημαντική αύξηση στις τιμές-στόχους έως 89%.
2. Προκύπτουν κεφαλαιακές ανάγκες λόγω της εξαίρεσης των στοιχείων από τη διαχείριση του αναβαλλόμενου φόρου στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Ο οίκος εκτιμά ότι σε αυτή την περίπτωση, προκύπτουν ανάγκες 1,6-3 δισ. ευρώ για κάθε τράπεζα.
3. Προκύπτουν κεφαλαιακές ανάγκες λόγω της αύξησης στις προβλέψεις που απαιτεί η ΕΚΤ. Στο σενάριο αυτό προκύπτει ανάγκη 2,1 - 5,5 δισ. ευρώ ανά τράπεζα.
4. Προκύπτουν κεφαλαιακές ανάγκες λόγω αρνητικών νομοθετικών αλλαγών, που θα απαιτήσουν διαγραφές δανείων από τις ελληνικές τράπεζες. Οι πιθανές κεφαλαιακές ανάγκες εκτιμώνται στο 1,6 - 2,4 δισ. ευρώ ανά τράπεζα.

ΠΗΓΗ:imerisia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια :