Ανεμόμυλοι γίνονται ένα με το βραχώδες τοπίο, σπίτια ακτινοβολούν γύρω από ασβεστωμένα στενά, παραδοσιακοί οικισμοί και πειρατικά αγκυροβόλια ενώνουν τις δυνάμεις τους, ορίζοντας το ξακουστό παριανό ανάγλυφο.
Γυμνά βουνά, ολόλευκα, σφιχταγκαλιασμένα σπιτάκια, λουλουδιασμένες αυλές, αμέτρητα ξωκλήσια και άλλες τόσες εκκλησιές. Μύλοι, ασβεστωμένα σοκάκια, σκιερά «βόλτα» με φίδες και καλαμωτές, ενετικά κάστρα που κλείνουν μέσα τους παραδοσιακούς οικισμούς, απέραντες -ή μικροσκοπικές- αμμουδιές και, εκεί που φτάνει το μάτι, καΐκια και ανεμότρατες να βγάζουν φρέσκο ψάρι.
Κάπου κάπου το βλέμμα σταματά σε «βράχους» που ορθώνονται καταμεσής τους πελάγους. Εχουν κι αυτοί ονόματα, κρύβουν τη δική τους ιστορία. Οι «Πόρτες», ο Αγιος Σπυρίδων, ο Σάλιαγκος, η Αγία Καλή... Εκεί βυθίστηκε το Σάμινα, εκεί δένουν τα καΐκια στο πανηγύρι της αναλήψεως, εκεί ανακαλύφθηκε ο αρχαιότερος κυκλαδίτικος οικισμός, εκεί έστησαν το αρχηγείο τους οι αδελφοί Ορλώφ...
Παντού γύρω σου, όλα κάτι θυμίζουν. Σε αυτή τη μικρή λωρίδα γης συνέβησαν τόσα θαυμαστά. Στο κέντρο του διάσημου νησιώτικου συμπλέγματος, η Πάρος φεγγοβολά κάτω από τον ζεστό ήλιο, από τα έγκατά της ακόμα∙ εκεί που το φημισμένο της μάρμαρο φιλοτέχνησε ένδοξα μνημεία - μάρτυρες της αρχαίας, κλασικής ομορφιάς.
Σταυροδρόμι πολιτισμών, ασφαλές απάγκιο για εμπόρους και τρανούς καραβοκύρηδες, δεν έμεινε αλώβητη στο πέρασμα των αιώνων. Βυζαντινοί, Ενετοί, πειρατές, Οθωμανοί και Ρώσοι θέλησαν να κλέψουν λίγη απ' τη λάμψη της, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα τους στα αιγαιοπελαγίτικα στενά.
Ακόμα συμβαίνουν «θαύματα». Μικρά όρη δίνουν τα καλύτερα τυριά και απ' τα ανήλιαγα ρακιδιά ρέει η πιο μοσχοβολιστή σούμα. Οι νοικοκυραίοι μοχθούν σκυμμένοι πάνω απ' τα χωράφια, οι δημιουργικές ψυχές εμπνέονται από τις μυριάδες αποχρώσεις του μπλε, οι λάτρεις τού «τότε» αναβιώνουν ξεχασμένες παραδόσεις και όλοι μαζί χαρίζουν στην αγαπημένη τους πατρίδα τον χαρακτήρα που την κάνει να ξεχωρίζει.
Οχι τον κοσμοπολίτικο. Πνέει και αυτός ο αέρας. Μα αυτός που «φυσά» όλο τον χρόνο, που «ποτίζεται» καθημερινά, είναι ο παραδοσιακός, ο δραστήριος, ο καλλιτεχνικός. Αυτός που ταιριάζει γάντι με τους χαλαρούς ρυθμούς, τα εγκάρδια χαμόγελα και τις αειθαλείς εικόνες που πλάθουν τις ωραιότερες αναμνήσεις.
Κάποτε, η Πάρος ήταν πευκόφυτη και από τα σωθικά της έβγαινε το πιο καλό λάδι. Κάποτε, μοναδικοί οικισμοί (τα πρώτα κάστρα) ήταν της Παροικιάς, της Νάουσας, του λόφου του Κεφάλου. Κι οι μύλοι που βλέπεις σε κάθε πετάρισμα του ματιού, άλεθαν τον πολύτιμο καρπό. Από τους 60 που υπήρχαν συνολικά, σήμερα έχουν μείνει οι μισοί και κάποιοι αναστηλώνονται. Αναπόσπαστο κομμάτι της τοπικής φυσιογνωμίας, ποζάρουν αγέρωχοι με φόντο μαβιά ηλιοβασιλέματα, γίνονται σπίτια και χώροι πολιτισμού.
Η ζωή προχωράει, και πώς να σταματήσεις τα μελλούμενα; Οι Παριανοί πιάνονται χέρι χέρι και χορεύουν μπάλο, παίζουν θέατρο, διοργανώνουν συμπόσια γλυπτικής. Νέο και παλιό γερά δεμένα, ασπρόμαυρα καρέ ακουμπισμένα σε πολύχρωμες καρτ ποστάλ, αιγαιοπελαγίτικα καμπαναριά που ατενίζουν το πέλαγος και γύρω σου, οι χρυσοβαμμένες αμμουδιές να ξεβράζονται στη θάλασσα. Το καλοκαίρι «μύρισε» και κόντρα στο εκτυφλωτικό φως, στην Πάρο, δεν κλείνεις ποτέ τα μάτια.
Παλιά αγορά: Καμάρες και φως
Η Αρχοντούλα και η Ερμιόνη σού δίνουν ραντεβού στην Κάτω Πόρτα. Θα σε οδηγήσουν στα σοκάκια της παλιάς αγοράς. Εκεί μένουν. Εκεί λειτουργούν τα μαγαζιά τους. Αυτή τη γειτονιά προσπαθούν να αναδείξουν στη νέα τους «συλλογική» προσπάθεια. Βλέπεις, κάποια εποχή, απ' εδώ δεν μπορούσες να περάσεις, εδώ ήταν το νυφοπάζαρο, εδώ τα καταστήματα, όχι στην παραλία. Οι κοπέλες με τις ομπρέλες έκαναν τις βόλτες τους, «όλο το νταραβέρι γινόταν εδώ». Και αλήθεια, δεν καταλαβαίνεις για ποιο λόγο μεταφέρθηκε.
Τόση ομορφιά μαζεμένη. Μπλε-άσπρο, μπλε-άσπρο, μπλε-άσπρο, μπλε... Η σαγηνευτική μονοτονία σπάει από το μοβ μιας βουκαμβίλιας, τους βασιλικούς και τα γεράνια που φουντώνουν απ' τη φροντίδα μιας νοικοκυράς, τις καππαριές που φύονται αυτόβουλα και πασπαλίζονται πάνω σε ξινομυζήθρες και κατακόκκινες ντομάτες.
Τραπέζια καφενείου στήνονται στο πλακόστρωτο και, στις χτιστές πεζούλες μόλις πέφτει ο ήλιος, τα «πηγαδάκια» αντηχούν πριν ακόμα τα δεις με τα μάτια σου. Νεοκλασικά με μαρμάρινα υπέρθυρα, κρήνες του Νικόλαου Μαυρογένη, που δεν τρέχουν πια νερό, το σπίτι που άφησε την τελευταία της πνοή η ίδια η Μαντώ ορθώνονται στη Λοχαγού Γράβαρη - και τα δαιδαλώδη στενά που την τέμνουν, σπάνια οδηγούν σε αδιέξοδο.
Σε τούτη τη γειτονιά, ακόμα και οι άγιοι στήνουν χορό. Ο Ταξιάρχης, η Ζωοδόχος Πηγή, η Αγία Τριάδα, η Αγία Παρασκευή, η Παναγιά του Σταυρού... Εντεκα εκκλησιές συμπορεύονται με τα άγια των αγίων τους, τον μοναδικό θησαυρό της παριανής γης, την Παναγιά την Εκατονταπυλιανή. Δεν τις «λειτουργούν» όλες, μα γιορτάζουν στη χάρη τους, με τις τσαμπούνες και το τουμπάκι, με τα κεράσματα τα παλιά∙ τη σούμα, τα στραγάλια, τις σταφίδες και τις μυζηθρόπιτες, τις καμωμένες με περίσσια τέχνη.
Βρίσκεις πόρτες ξεκλείδωτες, ανεβαίνεις στις ταράτσες. Μπορείς να διασχίσεις αποστάσεις ολόκληρες από εδώ, να οδεύσεις ανενόχλητος, ως τον περιφερειακό. Πού όμως όρεξη για σκαρφάλωμα κάτω απ' το λιοπύρι... Κοντοστέκεσαι. Ξεχωρίζεις λευκοντυμένα καμπαναριά, αρχαίες πέτρες στοιβαγμένες σε ενετικά τείχη, ακολουθείς με το βλέμμα τον λόφο του κάστρου. Σκεπάζεις τα μάτια. Δάκρυσες. Πώς μπορεί κάποιος να αντέξει τόσο φως;
Στο μηδέν υψόμετρο, κάτω στα σοκάκια, τα «ασπρίσματα» είναι υπόθεση του κάθε νοικοκύρη, γίνονται κάθε Σάββατο, σε μια ιεροτελεστία που επαναλαμβάνεται, ξανά και ξανά. «Ολη η ομορφιά είναι αυτή», περηφανεύεται η Ερμιόνη. Δεν έχει κι άδικο. Κύκλοι, τετράγωνα, ακαθόριστα σχήματα διατηρούν την καθαρότητα, συντηρούν την απλότητα, οδηγούν τα βήματα, χαράζουν πορεία.
Ενα τρίκυκλο ξαφνικά σού φράζει τον δρόμο. Τα μηχανάκια στην παλιά αγορά δεν επιτρέπονται. Τα ΙΧ δεν χωράνε. «Αυτά τα χρησιμοποιούμε για μεταφορές», παίρνεις απάντηση και το περασμένων δεκαετιών «μοντελάκι» αγκομαχά αμέριμνο κατεβαίνοντας τα στενά...
Στη Λοχαγού Κορτιάνου η νοσταλγία είναι διάχυτη. Από τις ταμπέλες των μαγαζιών κιόλας, τις ως επί το πλείστον χειροποίητες, που έχουν για μοναδικό τους καμβά το ξύλο. Στο παντοπωλείο «Διπλός» -«λέγεται έτσι γιατί οι ιδιοκτήτες ήταν δίδυμοι, διπλοί!» σου σφυρίζει η Αρχοντούλα- η κ. Κούλα συμμαζεύει τα ράφια της, για να βγει καλή η φωτογραφία. Υπάρχει και του «Μουρλά», σου λένε, μα σ' αυτή τη βόλτα το βρήκες κλειστό. Ευκαιρία να ξαναπεράσεις...
Καταστήματα με δερμάτινα σανδάλια, καπελάδικα, μικρομάγαζα με είδη λαϊκής τέχνης και χειροποίητα κοσμήματα, το κουρείο του Νίκου του Μαύρη που είναι ακόμα ανοιχτό... Λίγο παρακάτω, το 50 ετών τσαγκαράδικο του Νίκου Καρποδίνη έχει σταματήσει να λειτουργεί, μα αυτός είναι ακόμα εκεί, παρέα με τις ζωγραφιές του και τον σκύλο του, τον Τζόι.
Καθαρίζει κάλφα (τα κυκλαδίτικα χόρτα) για τη μεσημεριανή σαλάτα. «Θα τα βράσω, κι αν δεν βάλω από πάνω σκορδαλιά, θα τα περιχύσω μόνο με λαδάκι», λέει με νόημα. «Και ομελέτα τα κάνουν», προφταίνουν οι γυναίκες και εσύ κάνεις όρεξη κι αναρωτιέσαι πού θα βρεις το σπιτικό φαγητό...
Μοναδικό κτίσμα που ταράζει τη λευκή ομοιομορφία, το πρώην κτίριο Δημητρακόπουλου. Το λαογραφικό τους μουσείο, με τη μόνιμη έκθεση και τον χώρο εκδηλώσεων. Θα είναι ανοιχτό πιο συχνά, σε ενημερώνουν. Περιμένουν άλλωστε τα αποτελέσματα από τις προκηρύξεις για να στελεχωθεί με προσωπικό.
Στο ισόγειο, στη μία του πλευρά, το μουσείο με τα σύνεργα του πρώτου τους γιατρού, Γεωργίου Σ. Πατέλη, (που εξελέγη και πρόεδρος της κοινότητος για να φτιάξει το σύστημα ύδρευσης, να γλιτώσει τους κατοίκους απ' τον τύφο που μάστιζε το '50 την περιοχή). Αντίκρυ του, μία ακόμα οικογενειακή συλλογή, αφιερωμένη στον βίο και την πολιτεία του αγαπημένου τους παιδαγωγού, Παναγιώτη Καλλιέρου.
Δέξου μια στάση ακόμα, πριν βγεις παραλιακά. Θα αξίζει τον κόπο. Στον μεταβυζαντινό Αγιο Κωνσταντίνο του Κάστρου, εκεί απ' όπου οι «ξένοι» απαθανατίζουν το φημισμένο ηλιοβασίλεμα της Παροικιάς. Κάτω από τις θολωτές καμάρες, με θέα στις «Πόρτες» και τον Αγιο Σπυρίδωνα.
Δαντελωτές ακτές προς νότο
Αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, κόκκινες μύτες απ' τον ήλιο, τα πρώτα ξεφλουδίσματα στους ώμους. Οι επισκέπτες ξεχωρίζουν από μίλια μακριά.
Βλέπεις οι κάτοικοι ρουφάνε ήλιο όλο τον χρόνο και το μεσημέρι το 'χουν για ξεκούραση. Ακόμα κι οι γάτες ακολουθούν το παράδειγμά τους, κοιμούνται στις γλάστρες ή περνούν το απομεσήμερο κουλουριασμένες κάτω από ανθισμένες πικροδάφνες. Κάνεις αυτό που πρέπει. Δεν έχεις χρόνο για χάσιμο. Οι αποστάσεις άλλωστε, είναι αμελητέες. 12 χλμ. για Νάουσα, 16 χλμ. για Αλυκή, άλλα 4 για Δρυό. Θες να αγγίξεις τη θάλασσα και πρώτα ακολουθείς τον νότιο άξονα, εκεί που απλώνονται οι ομορφότερες ακτές.Αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, κόκκινες μύτες απ' τον ήλιο, τα πρώτα ξεφλουδίσματα στους ώμους. Οι επισκέπτες ξεχωρίζουν από μίλια μακριά.
Το εκκλησάκι της Αγίας Αννας της «ραντεβουδιάρας», από τον μικρό της λόφο, αποχαιρετά τη Χώρα κι εσύ αφήνεις πίσω σου τον κόλπο με τα χαμηλόφωνα καφενεδάκια, προσπερνάς τα «Πευκάκια», την παραλία Σουβλιά, τον Παράσπορο. Υπέροχες «εντός πόλης» αμμουδιές παρεμβάλλονται στο πέρασμά σου, μα εσύ έχεις άλλο στόχο. Να φτάσεις στην Αλυκή.
Στα δεξιά σου σχηματίζεται η Αντίπαρος και, αν κάνεις μια παράκαμψη -στο 6ο χλμ.-,συναντάς τη γυναικεία μονή του Αγίου Αρσενίου (ή Χριστό του Δάσους, όπως είναι γνωστή). Λίγο παραπάνω, στο ξασπρισμένο προαύλιο του Προφήτη Ηλία, σχεδιάζεις μία ακόμα δύση, ενώ, αν κοιτάξεις χαμηλά, θα δεις να απλώνεται καταπράσινη η Κοιλάδα με τις πεταλούδες.
Ανάμεσα στα δύο νησιά, δύο κουκκίδες κινούνται νωχελικά πάνω στη θάλασσα. Τα φέρι σημαίνουν τα φουγάρα τους στην Πούντα Αντιπάρου και εντός μόλις 10 λεπτών περνάς, αν θες, στην αντίπερα όχθη. Μην ανησυχείς για τον γυρισμό. Μόλις για τα καλά καλοκαιριάσει, το τελευταίο πλοίο μπαρκάρει από εκεί στις 03.00 τα ξημερώματα. Εχεις άπλετο χρόνο για βόλτες.
Νότια συνεχίζεις. «Μύτες», κόλποι, θαλασσοφαγωμένα βράχια που αγκαλιάζουν αμμώδεις γιαλούς. Βαγιά, Βουτάκος, κοιτούν στην Αντίπαρο και στο κανάλι που ενώνει τα δύο νησιά, οι λάτρεις του kite σχίζουν τον ουρανό με πολύχρωμα πανιά. Δεν μπορείς να υποκύψεις. Συμβιβάζεσαι. Αρκείσαι να τις δείχνεις με το δάχτυλο, από μακριά. Τρυπητή, Φάραγγας, Πίσω Αλυκή, Αγιος Νικόλαος, Μακριά Μύτη. Νιώθεις την αλμύρα στο πρόσωπο, ο θαλασσινός αέρας μπλέκεται με το αντηλιακό. Παίρνεις ανάσα, (αυτό μόνο προλαβαίνεις) και ανεβαίνεις στον κεντρικό.
Η παραθαλάσσια Αλυκή, το πρώην ψαροχώρι, έχει μετατραπεί σε πρώτης τάξεως οικογενειακό προορισμό. Στοιχισμένα ταβερνάκια, ηλιοβασιλέματα, ένα μικρό, μα ιδανικά προσανατολισμένο λιμανάκι, προφυλαγμένο εξ ολοκλήρου απ' τα μελτέμια. Χταπόδια απλωμένα στον ήλιο, φρέσκα ψάρια έτοιμα να μπουν στο τηγάνι και οι εκατοντάδες περαστικοί ανακαλύπτουν έναν τόπο όπου ο χρόνος δείχνει να μην έχει πια καμία σημασία.
Πώς να μη «γιορτάσουν» οι κάτοικοι τον μικρό τους παράδεισο; Στις 23 Ιουνίου διοργανώνουν (και εδώ και σε άλλα χωριά της Πάρου) το πανηγύρι του Κλήδονα, τον Αύγουστο τη γιορτή του ψαριού. Αν δεν τα προλαβαίνεις, πιες μια σούμα όπως και να χει, πριν κάνεις μεταβολή για το Μουσείο Κυκλαδίτικης Λαογραφίας του Μπενέτου Σκιαδά.
Σου έχουν μιλήσει για έναν άνθρωπο που φτιάχνει περίτεχνες μινιατούρες. Από καράβια, μέχρι ολόκληρα κτίσματα που αποτυπώνουν με πιστότητα την παράδοση, όχι μόνο τούτου του νησιού, αλλά όλων των Κυκλάδων. Δεν σου χουν πει πως είναι αυτοδίδακτος. Πως τα κάνει όλα από μεράκι, από αγάπη και σεβασμό στην κυκλαδίτικη λαογραφία, από το πείσμα και τη δημιουργικότητα που δεν τον αφήνουν να σταθεί ούτε στιγμή χωρίς να καταπιάνεται με κάτι.
Στο κτήμα του, στον Σκορπιό, θα τον βρεις. Μαζί με τη γυναίκα του, την κ. Πόπη. Ανάμεσα σε έργα τέχνης που μετρούν 35 χρόνια ζωής και είναι αποδομένα με κάθε λεπτομέρεια, πιστά αντίγραφα των αξιοθέατων των Κυκλάδων. Δεν είναι «καλλιτέχνης». Είναι μάστορας σωστός! Εμπειροτέχνης, με μάτι που κόβει και ευστροφία. Για να δημιουργήσει κάποιος κομμάτια σαν τούτα που βλέπεις, πρέπει να έχει τεχνικές γνώσεις. Και ο κ. Σκιαδάς τις κατέχει εν αφθονία.
Από 9 χρόνων δουλεύει ακατάπαυστα. Το μάρμαρο, το ξύλο, το χωράφι, τα αμπέλια, το καΐκι, ξέρει κι από ναυπηγική... Μέχρι και σήμερα, ακόμα μαθαίνει. Σειρά έχει η τέχνη της κεραμικής. «Οπως θέλετε πάρτε το. Θέλετε κατάρα επιβίωσης; Θέλετε μανία για εκμάθηση; Γιατί ακόμα έχω μανία, δεν μου πέρασε...». Τα γκρουπ κατακλύζουν το μουσείο του, μετά την 1η Μαΐου, οπότε είναι ανοιχτό. Γιατί όχι; Αντί να διαβάσεις ένα βιβλίο, αντί να δεις τι μπορεί να γράψει μια πένα, δες τι φτιάχνουν τα χέρια! Ολη την ιστορία των Κυκλάδων σε μινιατούρες!
Για το τέλος σου δίνει μια ευχή, την ίδια που ακολουθούσε πάντοτε, σ' όλη του τη ζωή. «Να ζεις ελεύθερος», σου λέει. «Και να κάνεις τα γούστα σου»!
Νάουσα: Το λιμάνι των πειρατών
Μια ευθεία γραμμή σε χωρίζει από τη Νάουσα. Ανάμεσα σε αυτήν και την Παροικιά παρεμβάλλονται τα Λιβάδια με τα παραθαλάσσια ταβερνάκια, ο δημοφιλής Κριός, το Μαρτσέλο και η παραλία του ΝΟΠ με τους ικανούς εκπαιδευτές και τους μαθητές με τις αναρίθμητες διακρίσεις.
Ξεχύνεσαι στον περιφερειακό, αφήνεις πίσω το σκυφτό απ' τους αέρηδες δασάκι της Εκατονταπυλιανής, συνεχίζεις βόρεια. Στα δεξιά σου ένα μονοπάτι σκαρφαλώνει ως την ανδρική Μονή Λογγοβάρδας, το ησυχαστήριο των 10 μοναχών, που χρονολογείται από τα 1638. Θα τους συναντήσεις κι αυτούς, μια άλλη φορά. Η καρδιά σου τώρα χτυπάει για κοσμοπολίτικα λιμάνια, για βυθισμένα κάστρα, για ιστορίες κουρσάρων, για πανηγύρι και χορό.
Λόγω της σπουδαίας γεωγραφικής του θέσης ο 15ου αι. οικισμός της Νάουσας ταλαιπωρήθηκε σφόδρα από τους πειρατές. Από τον κοκκινογένη Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Ολους όσοι λυμαίνονταν τους απάνεμους όρμους της, που λεηλατούσαν τα διερχόμενα καράβια, που από την ασφαλή τους βάση, λήστευαν τα γειτονικά νησιά, σκλάβωναν τις γυναίκες. Αυτή τους τη δράση αναπαριστά (και ξορκίζει) η μεγαλύτερη γιορτή, η κουρσάρικη βραδιά της 23ης Αυγούστου.
Ολη η Πάρος συνωστίζεται στο γραφικό λιμανάκι, στην αναπλασμένη πλατεία με το γεφυράκι, να δει τον κόλπο φωτισμένο με τενεκεδάκια γεμισμένα με στουπί και φωτιά, τα αγόρια να μπαρκάρουν στα καΐκια ντυμένοι πειρατές, να κάνουν το σάλτο, να κλέβουν τις «νύφες». Αυτές οι παραδόσεις συντηρούνται από δραστήριους συλλόγους, όπως ο Σύλλογος Γυναικών ή το «Μουσικοχορευτικό Συγκρότημα Νάουσα Πάρου».
Στον δεύτερο, γύρω απ' τη φιλόλογο Υπαπαντή Ρούσσου, τα 400 μέλη δεν περιορίζονται στην αναβίωση πανάρχαιων χορών (όπως ο αγέρανος που, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, χορεύτηκε από τον Θησέα και τα παλικάρια του στη Δήλο, όταν τα έσωσε απ' τα νύχια του Μινώταυρου). Εχουν και θεατρική ομάδα, διασώζουν και παραδοσιακές φορεσιές, μπορείς να τις επισκεφτείς, εντός του μικρού τους λαογραφικού μουσείου.
Το βλέπεις στα μάτια τους, είναι ορατό σε κάθε γωνιά. Η Νάουσα, παρά τη μεγάλη της ανάπτυξη, δεν έχει χάσει ίχνος από τη γραφικότητά της. Λες και οι άνθρωποι εδώ σκέφτονται ομαδικά, μη θέλοντας να ξεχωρίσουν με τη διαφορετικότητα αλλά με την ομοιομορφία.
Ολα τα μαγαζιά κατάλευκα. Ολες οι καρέκλες το ίδιο. Κανείς δεν προβαίνει σε «ηχηρά» στολίσματα. Εδώ οι εντυπώσεις κλέβονται εκ των έσω. Ο αυθεντικά νησιώτικος χαρακτήρας αποτυπώνεται στο πανέμορφο -όλες τις ώρες- αραξοβόλι, με το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και το μισοπνιγμένο ενετικό κάστρο, το δημιούργημα του άρχοντα Σομμαρίπα. Εδώ άπλωναν τα δίχτυα τους οι ψαράδες. Στο μικρό αυτό προαύλιο στήνουν ακόμα τη «βουλή» τους οι γέροντες...
Οι αποθήκες των αλιέων έχουν πλέον άλλη χρήση. Στεγάζουν εστιατόρια, μπαρ που το βράδυ σερβίρουν κάτω από τον έναστρο ουρανό. Τα προτιμούν οι επώνυμοι, τα ξέρουν όλοι ως τα καλύτερα του νησιού. Κλείνεις κι εσύ θέση. Ισως να μη χρειάζεται, μα έτσι νιώθεις. Σα να πρέπει να είναι όλα υπολογισμένα. Καρέκλες, τραπέζια, χρώματα και θέσεις.
Συνεχίζεις, θες να δεις κι άλλα. Θεόστενα, πεντακάθαρα καλντερίμια σε φέρνουν πιο κοντά στον κόλπο του Άι Γιώργη, σε οδηγούν σε πλατείες και άλλες εκκλησιές. Μπόλικες από αυτές μετράς σε κάθε βήμα και τα στολίδια που «φυλούν», συναγωνίζονται πιο μοντέρνα εκθέματα, αυτά που λαμπυρίζουν, προς πώληση, πίσω από γυάλινες προθήκες.
Κοιτάς τη θάλασσα, κάπου πρέπει να αποστρέψεις το βλέμμα για να «γλιτώσεις» τα έξοδα, και «κληρώνεται» ο αλιευτικός στόλος, που διατηρεί φήμη και εικόνα παλιών εποχών. Είναι ακόμα ο μεγαλύτερος στο νότιο Αιγαίο. Το μαρτυρούν οι αγκυροβολημένες ανεμότρατες, τα αφρόψαρα που γεύεσαι στον Τσαχπίνη πλάι σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες...
Ξεχάστηκες... Σε αυτό το αμιγώς κοσμικό ψαροχώρι, τα τουριστικά καραβάκια διοργανώνουν κρουαζιέρες στις Κολυμπήθρες, στο Περιβαλλοντικό Πάρκο του Αϊ-Γιάννη του Δέτη, με το αμφιθέατρο, τις 4 παραλίες και τα μονοπάτια, στη Λάγγερη, τη Σάντα Μαρία∙ μέχρι τη Δήλο και τη Μύκονο μπορούν να σε πάνε. Χρόνια την κάνουν αυτή τη δουλειά. 33 μόνον ο Ευθύμης Ζουμής, που σε κλέβει για λίγο, να σου δείξει τη Νάουσα από άλλη «γωνία». Ξέρει τι κάνει.
Οι δρόμοι της θάλασσας γι' αυτούς ήταν πάντα ανοιχτοί. Πολύ πριν από το '70, πριν γίνει ο δρόμος που τους ένωσε με την Παροικιά. Τότε, οι Ναουσαίοι είχαν περισσότερους δεσμούς με τη Νάξο, παρά με τα υπόλοιπα παριανά χωριά. Εκεί έκαναν τις αγοροπωλησίες τους, έδεναν με το καΐκι στη γειτονική Χώρα, σε 20 λεπτά!
Αργησες. Ο ήλιος πέφτει και στη Νάουσα, χάνεται πίσω απ' το λιμάνι. Θες να βρεις ύψωμα. Γυρνάς πίσω. Σκαρφαλώνεις στο γαντζωμένο στα βράχια εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, «ισορροπείς» πάνω απ' την Παροικιά. Η καρδιά της Πάρου, ο κόλπος που φιλοξενεί το εμπορικό της λιμάνι διαγράφεται ξεκάθαρα και εσύ αφήνεις ήλιο και φαντασία να σε οδηγούν. Εμπρός σου «πλέουν» η Σύρος, η Σίφνος και η Σέριφος. Στον Νότο «βλέπεις» τη Φολέγανδρο, τη Σίκινο, την Ιο. Πίσω σου, μαζί με το φεγγάρι «ανατέλλει» η Νάξος. Το 'νιωσες. Το κατάλαβες. Επρεπε να το δεις. Βρίσκεσαι αλήθεια καταμεσής των Κυκλάδων.
ΠΗΓΗ:thetravelbook
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου