Γύρω από το Ορος, όλα καταπράσινα. Δαντελωτά φιορδ, ασφαλείς όρμοι, μετέωρα χωριά, σπηλιές στη θάλασσα, στη γη, αγριολούλουδα που ξεπηδούν πεισματικά μέσα απ' τα βράχια. Κι οι πανταχού παρούσες ελιές, αυτές οι θεόρατες μορφές που κουβαλούν χαραγμένη σε πανάρχαιους κορμούς την ιστορία της ενδοχώρας.
«Δεν μπορείς να βάλεις όλο το νησί στο ίδιο καλάθι» θυμάσαι κάποιον να λέει. Είναι αλήθεια. Εξω από τα τείχη όλα είναι αλλιώς. Η βλάστηση, η ακτογραμμή, η ντοπιολαλιά, οι ντόπιοι. Το πιο τουριστικό τμήμα του νησιού είναι συνάμα και το πιο ανέγγιχτο. Το προσδιορίζουν οι επιβλητικές κορυφές του Παντοκράτορα, οι μικροί αλλεπάλληλοι όρμοι της ανατολικής ακτογραμμής, η πέτρα που σμιλεύεται από τα χτυπήματα της θάλασσας, που στη δύση γίνεται άμμος και βάφει το θέαμα χρυσό.
Μα απ' όλα πιο εντυπωσιακό, απ' όλα πιο έντονο, πιο ιδιαίτερο, αν θες, για το «άπειρο μάτι», είναι οι αρχαίοι ελαιώνες, αυτές οι ποικιλόμορφες, αργυροπράσινες μορφές που σκαρφαλώνουν τις πλαγιές, φτιάχνουν με τα κλαδιά τους θεόρατα πλέγματα και έχουν στα πόδια τους απλωμένα δίχτυα. Ανάμεσά τους μετράς κυπαρίσσια και πουρνάρια, άλλους «γίγαντες», που τις περισσότερες φορές δεν ανακόπτουν πορεία, δεν σταματούν πουθενά αν δεν αγγίξουν τη θάλασσα.
Από ανατολή προς δύση, από το θέρετρο της Δασιάς -το σημείο μηδέν, εκεί που ξεκίνησαν όλα- συνεχίζεις βόρεια, ανακαλύπτεις λιμνοθάλασσες και σπήλαια που εδώ και αιώνες χάσκουν ορθάνοιχτα, οικισμούς που εγκαταλείφθηκαν μα τώρα ξαναζούν, αντικρίζεις εκτάσεις σπαρμένες όχι με πορτοκάλια αλλά με κουμκουάτ, βουτάς σε Κανάλια του Ερωτα, αγγίζεις τα όρια της Παλαιοκαστρίτσας. Στις μονές, τις ιδρυμένες τον 13ο αιώνα, καίνε ακόμα τα καντήλια, τα μικροσκοπικά μα απόρθητα, βυζαντινά φρούρια που σε προστατεύουν από όλους τους εχθρούς. Και χορταίνεις θέα. Πολλή θέα.
Με την άκρη του ματιού σκιαγραφείς τις ακτές της Ηπείρου, κατάματα αντικρίζεις τις ορεινές πτυχές της Αλβανίας, τα Διαπόντια, πιο μακριά τους Παξούς, ακόμα κι η Λευκάδα σαν να αχνοφαίνεται κάπου στο βάθος... Καιρού επιτρέποντος, λένε πως το βλέμμα ταξιδεύει μέχρι την Ιταλία. Ισως ως υπενθύμιση για τους δεσμούς που τους ενώνουν από τότε. Τι κι αν είσαι στην πιο «καθαρά ελληνική», κερκυραϊκή επικράτεια;
Εν αρχή ην ο τουρισμός
Στο πρόσφατο παρελθόν, στη δεκαετία του '50, όταν οι επισκέπτες ολόκληρου του νησιού μετρούσαν σε μερικές εκατοντάδες, σε μια μόνο περιοχή άγγιζαν τους 2.500. Και μιλάμε για καλό κόσμο. Για Κροίσους, βασιλείς, αστέρες του κινηματογράφου και διεθνείς jet setters. Σημάδεψαν την εποχή του Club Mediterranee, τις απαρχές του τουρισμού στο βασίλειο των Φαιάκων, και η «υψηλή πελατεία» της επόμενης 20ετίας έβαλε το χεράκι της στη διαμόρφωση (ή μάλλον τον μετασχηματισμό) του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι.
Από την περίοδο, όμως, που οι ντόπιοι δεν έλεγαν «ήρθαν οι τουρίστες» αλλά «ήρθαν οι Γάλλοι!», πολλά έχουν αλλάξει. Η Δασιά Υψου (το σημείο όπου άνοιξε τις πύλες της η πρώτη διεθνής ξενοδοχειακή μονάδα) εξακολουθεί να θεωρείται άκρως τουριστικός προορισμός, το ίδιο και η Αχαράβη και το Σιδάρι.
Είναι οι θιασώτες του all inclusive, μιας πραγματικότητας τόσο «βολικής» που ουσιαστικά αντιτίθεται στη ελληνική φιλοσοφία διακοπών. Αντ' αυτού, αναζητούμε πετρόχτιστους οικισμούς, λιλιπούτειους κολπίσκους, απομονωμένες, δυσπρόσιτες ακτές και (όσοι δύνανται) πολυτελείς βίλες και εξοχικά που διακρίνονται μόνο διά θαλάσσης.
Ξεκινάς γεμάτος προσμονή. Η ζέστη είναι πάντα πλάι σου, μέσα σου, και παρόλο που δεν φυσά, ψάχνεις για ασφαλή λιμάνια, για προφυλαγμένους όρμους και ξεχασμένα αρσενάλια. Ποιο επέλεξαν οι Βενετοί ως οχυρό τους ναύσταθμο; Αυτό ψάχνεις κι εσύ. Τις λιθόχτιστες αψίδες κοντά στη μαρίνα Γουβιών, τον τόπο όπου σύρονταν οι γαλέρες του βενετικού στόλου. Πάνε τα χρόνια της ακμής της ναυτικής πολιτείας, πέρασαν ανεπιστρεπτί∙ αυτά που απομένουν είναι οι πέτρινοι θόλοι να διαγράφουν μισοφέγγαρα πάνω από τα αγριόχορτα.
Από εδώ ως την Κασσιόπη, μετράς κόλπους: λευκές αμμουδιές και γκρίζα βράχια να λαμπυρίζουν μες στη βλάστηση. Μπαρμπάτι, Νησάκι, Καλάμι, Κερασιά... Καθεμία παραλία ξεχωριστή, με ελάχιστες απλωμένες πετσέτες, με ξαπλώστρες και εξέδρες που πλέουν σε γαλαζοπράσινα νερά, με κορμιά που κολλούν σαν στρείδια στα βράχια, με ταβερνάκια πάνω στο κύμα, κυριολεκτικά!
Ο δημοφιλής προορισμός «κλείνει» τον κύκλο του στο λιμανάκι του Αγίου Στεφάνου (το στενότερο θαλάσσιο πέρασμα Κέρκυρας-Αλβανίας), και το επονομαζόμενο «Kensington by the sea» -με τις βίλες των 1.500 ζάπλουτων Βρετανών- έχει αναβαθμίσει κατά πολύ τον βορρά της Κέρκυρας.
Λίγο ακόμα κι έφτασες στη «μύτη» της Κασσιόπης· το γραφικό λιμανάκι με θέα στους Αγίους Σαράντα, με το κάστρο των Ανδεγαυών, με τα ταβερνάκια που υπόσχονται φρέσκο ψάρι. Αν προχωρήσεις κι άλλο θα το δεις. Δεν επέλεξες μόνο εσύ να έρθεις ως εδώ. Τα μεταναστευτικά πουλιά βρίσκουν στη λιμνοθάλασσα Αντινιώτη το δικό τους καταφύγιο. Μαζί με τους λουόμενους και τα κάστρα τα φτιαγμένα στην άμμο, πλάθουν σε 1.000 στρέμματα γης τον δικό τους υφάλμυρο κόσμο.
Θεέ μου Παντοκράτορα...
Αρκετά του γύρισες την πλάτη. Ωρα να αρχίσεις την ανάβαση στην ψηλότερη κορφή, στη διασημότερη των μονών Παντοκράτορα (υπάρχουν κάμποσες στην Κέρκυρα, μα εσύ αναζητάς τον Παντοκράτορα τον Υψηλό!). Σε υψόμετρο 917 μ.το τοπίο αλλάζει άρδην. Βλάστηση έβλεπες; Σεληνιακό τοπίο στην κορυφή. Την πιο όμορφη εκκλησιά έψαχνες; Να σου μια θεόρατη κεραία ριζωμένη στο «υψηλότερο» προαύλιο.
«Είναι εκεί από τη χούντα» μουρμουρίζουν αυτοί που τον φροντίζουν «και θα παραμείνει». Τι να κάνεις και συ; Τα στραβά μάτια - δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς. Κοιτάς δεξιά κι αριστερά την περιβάλλουσα θέα, ένα πανόραμα που στ' αλήθεια κόβει την ανάσα. Αλλεπάλληλα βουνά, ορεινές κόγχες σφηνωμένες ανάμεσα σε Ηπειρο και Αλβανία, νοτιότερα την πόλη να διακρίνεται μέσα από άλλες, ατσάλινες «συστάδες», και στη δροσιά της εκκλησιάς υποκλίνεσαι σε μαρμάρινα τέμπλα και τοιχογραφίες του 1700.
Σε ένα άλλο άβατο καταφεύγεις, νοτιότερα, εκεί που πάνω απ' το κεφάλι σου φωλιάζουν κουρούνες κι ο λόφος ευωδιάζει παραδομένος άνευ όρων στις λουλουδιασμένες φασκομηλιές. Το σπήλαιο «Γράβα» Λουτσών είναι μια θαυμαστή κοιλότητα, με επιβλητικά σκουροπράσινα τοιχώματα που στάζουν εσαεί...
Σε κοντινή απόσταση, η Παλιά Περίθεια, το πρώην χωριό φάντασμα, σιγά σιγά αλλάζει όψη. Είναι ακόμα πανέμορφη, ακόμα φιλοξενεί έναν πλακόστρωτο λαβύρινθο, αυτόν που οδηγεί σε εγκαταλελειμμένα λιθόχτιστα κτίσματα, γύρω από 8 εκκλησιές που αντιστέκονται στη ρωγμή του χρόνου. «Περί τα θεία» δηλώνει το όνομά της, για άλλους «περί την θέα». Οπως και να 'χει, το ροδωπό καμπαναριό του Αγίου Ιακώβου του Πέρσου αποτελεί το έμβλημά της. Αυτό και το πρώην αρχοντικό Σκορδίλη, «σφραγισμένο» με το οικόσημο της οικογενείας.
Χωριό, πέρα χωριό. Ολα κι όλα 130 ερειπωμένα σπίτια, 2 μόνιμοι κάτοικοι. Οι περίπου 1.100 του 20ου αιώνα έφυγαν μετά τον Β' Παγκόσμιο. Ιδρυσαν τη Νέα Περίθεια, έναν απείρως πιο «άσημο» οικισμό. Στα εξιστορεί όλα χαρτί και καλαμάρι ο Θωμάς Συριώτης στο ταβερνάκι του, τον «Φόρο»∙ από το λατινικό forum - την πλατεία! Μην πάει το μυαλό σου αλλού!
Σε κερνάει τσίπουρο και όσο μιλάει μουντζουρώνει, σου λέει για το '85, την εποχή που ξεφύτρωναν ένα ένα τα ταβερνάκια, για την εκπομπή του σεφ Rick Stein στην οποία φιλοξενήθηκε από το BBC, για τη λιτανεία που τελείται την τελευταία Κυριακή του Ιουλίου. Τότε που πλήθος κόσμου καταφτάνει από τα γύρω χωριά, προσκυνά στις εκκλησιές της Παλιάς Περίθειας.
Σου μιλά για τον μοναδικό ξενώνα που άνοιξε φέτος, για τις ταμπέλες «for sale» που βλέπεις καρφιτσωμένες παντού στα χαλάσματα. «Το χειμώνα είναι καλύτερα» σχεδόν μονολογεί. Ανοίγει μόνο τα Σαββατοκύριακα και έχει άπλετο χρόνο να απολαύσει την ηρεμία. Μακριά από τις ορδές των τουριστών, τις γουρούνες, όταν τριγύρω είναι μόνο σιωπή, κερασιές και μελίσσια.
Τέρμα δύση
Αφήνεις πίσω τα βουνά και πιάνεις τα λαγκάδια. Εμπρός στον δρόμο που άνοιξε ο Μέρλιν! Ναι, αυτός! Ο Βρετανός γεωπόνος που ονομάτισε το γλυκόξινο φρούτο, έφερε και το κουμκουάτ από την Απω Ανατολή!
Το 70% της εγχώριας παραγωγής σε οδηγεί ολοταχώς στις Νυμφές, το εύφορο χωριό που δανείζεται το όνομά του από τα παραμυθένια πλάσματα που πάντα λούζονταν στις όποιες κρυστάλλινες πηγές. Βέβαια, το εξωτικό είδος εσπεριδοειδούς ευδοκιμεί Ιανουάριο-Απρίλιο, και τέτοια εποχή μόνο συσκευασμένο σου μέλλει να το δεις! Ούτως εχόντων των πραγμάτων αφοσιώνεσαι στο φυσικό κάλλος, στα σοκάκια που διακλαδίζονται γύρω από την κατάφυτη κοιλάδα, στους καταρράκτες που σχηματίζουν τα τρεχούμενα νερά...
Νερά ακούς, νερά ονειρεύεσαι. Καταπράσινα, βαθιά και παγωμένα εξαιτίας των πηγών του Παντοκράτορα. Το Canal d'Amour, τη διώρυγα που, σύμφωνα με τον μύθο, αν διασχίσεις, στην άλλη πλευρά θα συναντήσεις την αγάπη της ζωής σου... Τα ξακουστά Διαπόντια Νησιά, τους Οθωνούς, το Μαθράκι και την Ερείκουσα, το ύστατο σύμπλεγμα του Ιονίου, στο οποίο έρχεσαι «πιο κοντά» απ' το Σιδάρι.
Συνεχίζεις να μετράς -ποτέ σου δεν σταμάτησες- κι άλλες γαλάζιες σημαίες. Την παραλία Λογγά, πλαισιωμένη από κάθετα βράχια, τον Αγιο Στέφανο, τον Αρίλλα, τον Αγιο Γεώργιο των Πάγων... Στην άκρη του στέκει γαντζωμένος ο ειδυλλιακός Αφιώνας, με το ηλιοβασίλεμα και το δίστομο λιμάνι του «Πόρτο Τιμόνε»∙ με την «δίδυμη» παραλία που ανακαλύπτεις ύστερα από ένα «μετέωρο» μονοπάτι 30'!
Θες κι άλλη θέα; Ωραία θέα; H Μπέλα Βίστα, στους Λάκωνες, το λέει το όνομά της, είναι το πιο δημοφιλές μπαλκόνι στην Παλαιοκαστρίτσα. Οι κάτοικοί τους ήρθαν εδώ από το Οίτυλο της Λακωνίας και έφτιαξαν σε αυτή την οχυρή θέση το νέο χωριό.
Παλιά είχαν τα σπίτια τους στον λόφο του Αγίου Νικολάου, αυτόν που ορθώνεται καταπράσινος πάνω από τη φημισμένη ακτογραμμή, απέναντι από το εξίσου οχυρό μοναστήρι του 13ου αιώνα.
Δύσκολα πας πλέον ως εκεί. Μα αν καθαρίσουν το μονοπάτι από τα αγριόχορτα, να το κάνεις. Μια ξεχασμένη από τον χρόνο πολιτεία περιμένει βουβή, με λιγοστά κτίσματα και δυο εκκλησιές.
Ισα που διακρίνεις ένα απ' όλα από τη μεριά της θάλασσας, και ο βαρκάρης σου μετά χαράς σού υποδεικνύει και άλλα αξιοθέατα. Τα ξέρει. Τα έμαθε καλά.
Οι «κρουαζιέρες» αποτελούν μόνιμη απασχόληση από το '54, από τότε που μετέφεραν τους λουόμενους με κουπιά· στο «γαλάζιο μάτι», στη σπηλιά του Αγίου Νικολάου, στην 25 μ. θαλάσσια κουφάλα της Ναυσικάς. Πόσες ιστορίες κρύβει τούτη η μεριά...
Στις έχει ήδη μαρτυρήσει ο Βασίλης Κοντοστάνος, ο οικοδεσπότης σου στο «Ξενία», το πρώτο μαγαζί που λειτούργησε στην Παλαιοκαστρίτσα. «Εδώ έγινε το '58 η κρουαζιέρα των ηθοποιών, με όλες τις προσωπικότητες του κινηματογράφου.
Τον Αντονι Κουίν τον θυμάμαι τεκνό»... «Σε αυτό το μαγαζί ο βασιλιάς Παύλος έκανε ένα πάρτι για όλους τους εστεμμένους του κόσμου. Τους φιλοξένησε στο Μον Ρεπό»... «Εδώ κατέβαινε το ελικόπτερο του Ωνάση από τον Σκορπιό να του δώσουμε αστακούς και κρασί...».
Με ιστορίες γαλαζοαίματων στον νου, με το βουητό της μηχανής να σε ταξιδεύει σε παγωμένα νερά, ολοένα ξεμακραίνεις. Ο όρμος των Λιαπάδων διαγράφει καρδιές πάνω στον χάρτη, το απόρθητο Αγγελόκαστρο υψώνεται αγέρωχο κοντά στον ουρανό, και στο βάθος ένας βράχος βουτάει στο πέλαγος που κάποιος κάποτε τον βάφτισε «καράβι του Οδυσσέα».
Μην μπεις στον πειρασμό να κοιτάξεις πίσω. Το νησί των Φαιάκων δεν σηκώνει κλεφτές ματιές. Θυμήσου τον μύθο. Την οργή του Ποσειδώνα την πλήρωσαν πολλοί. Τόσα και τόσα καράβια πέτρωσαν για χάρη του!
Κείμενο: Ηλέκτρα Φατούρου
Φωτογραφίες: Ηρακλής Μήλας, Παναγιώτης Σαρρής
ΠΗΓΗ:thetravelbook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου