Για περίπου 20 μέρες, η ποδοσφαιρική πρωτεύουσα της Ελλάδας είχε μεταφερθεί στο Αρακαζού, αυτή τη μικρή για τα δεδομένα της Βραζιλίας, πληθυσμού περίπου 600.000 κατοίκων παραλιακή πόλη της πολιτείας του Σερζίπε. Ωστόσο όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος και το «μαγευτικό» Αρακαζού, όπως το χαρακτήρισε ο «ρεπόρτερ Καρνέζης» στην πανηγυρική πτήση της επιστροφής από την Φορταλέζα, από το μεσημέρι της Παρασκευής θα αποτελεί μια γλυκιά ανάμνηση.
Ώρα 14:30 τοπική αναχωρεί το τσάρτερ της FIFA για το Ρεσίφε, καθώς ο κανονισμός της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας επιβάλει στους νοκ άουτ αγώνες να βρίσκονται οι ομάδες στον τόπο διεξαγωγής τους από την προπαραμονή. Πλέον, αν περάσουμε (και) το εμπόδιο της Κόστα Ρίκα, δεν θα επιστρέψουμε στο Αρακαζού, αλλά θα φύγουμε την Δευτέρα για Σαλβαδόρ. Αν συμβεί κάποιο θαύμα και προχωρήσουμε και από εκεί, θα πάμε μετά στο Σάο Πάολο, όπου έτσι και αλλιώς θα βρεθεί κάποια στιγμή η Εθνική, αφού από εκεί θα αναχωρήσει για το υπερατλαντικό ταξίδι το αεροπλάνο της επιστροφής, όποτε κι αν έρθει αυτή η στιγμή.
Η ουσία είναι ότι την στιγμή που η ομάδα θα απογειώνεται το μεσημέρι, θα εγκαταλείπει για πάντα το Αρακαζού, που είναι αλήθεια ότι οι παίκτες δεν το γνώρισαν τόσο πολύ παρά μονάχα μέσα από το ξενοδοχείο τους, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής αποστολής σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο, τους παράγοντες της ΕΠΟ, τους εκπροσώπους των χορηγών της και εμάς τους απεσταλμένους των μέσων ενημέρωσης, που είχαμε την δυνατότητα να το εξερευνήσουμε καλύτερα, να ανακαλύψουμε τις ξεχωριστές ομορφιές του και να νιώσουμε την ζεστασιά των κατοίκων του. Καθώς εδώ το «Somos Todos Grecos» έγινε πράγματι πράξη.
Από την πρώτη στιγμή οι ντόπιοι προσπάθησαν να αγκαλιάσουν τους Έλληνες. Και τα κατάφεραν. Και δεν περιμέναμε να δούμε τις υδάτινες αψίδες κατά την προσγείωση στο αεροδρόμιο το βράδυ της Τρίτης, ούτε τους κατοίκους που συγκεντρώθηκαν στο ξενοδοχείο της Εθνικής για να χειροκροτήσουν τους παίκτες που προκρίθηκαν στους 16 του Μουντιάλ, να ζητήσουν αυτόγραφα και να βγουν φωτογραφίες μαζί τους. Ήταν κάτι που είχαμε καταλάβει από την πρώτη μέρα που είχαμε πατήσει το πόδι μας εδώ και είχαμε επισημάνει στα πρώτα μας σχόλια. Τότε που είχαν μπει αφίσες και ελληνικές σημαίες σε κομβικά σημεία της πόλης, έστω και αν υπήρχαν εμφανή λάθη από τις μεταφράσεις που επιχειρήθηκαν μέσω του… google translate, όπως η συγκεκριμένη αφίσα σε ένα από τα ξενοδοχεία που φιλοξένησαν τους Έλληνες, η οποία πάντως αλλάχθηκε σε ορθά ελληνικά χάρη και στην δική μας συνεισφορά πριν αφιχθεί στην πόλη η μεγάλη μάζα των Ελλήνων.
Με την ευκαιρία, το google translate ήταν η μεγάλη ανακάλυψη αυτής της παρουσίας στην Βραζιλία για πολύ κόσμο. Η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων εδώ δεν ομιλεί την αγγλική γλώσσα, ούτε κάποια άλλη εκτός της πορτογαλικής. Κατά συνέπεια, έπρεπε με κάποιον τρόπο να γίνονται οι επικοινωνίες και στην εποχή των tablets και των smart phones, το google translate πήρε φωτιά! Αποδείχθηκε το απαραίτητο εργαλείο για όλες σχεδόν τις συνεννοήσεις της καθημερινότητάς μας, στις τελευταίες τρεις εβδομάδες. Αν και αυτό κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μας λείψει ούτε στο Ρεσίφε ούτε στις υπόλοιπες πόλεις, όπου τυχόν θα χρειαστεί να πάει η Ελλάδα.
Τι θα μας λείψει; Πρώτα από όλα το «Maori», που αργήσαμε είναι αλήθεια να το ανακαλύψουμε αλλά αμέσως έγινε στέκι της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Με τα καθημερινά live του, τις όμορφες μουσικές του, τις ξεχωριστές μυρωδιές του, το μπουκάλι μπίρας των 600ml στο μόλις ενάμισι ευρώ, τις καϊπιρίνιες να διαδέχονται η μία την άλλη, τα ειδικά χάπενινγκς με τις φωτιές και γενικά την αύρα και τον κόσμο του. «Αν υπάρχει παράδεισος, ίσως και να ονομάζεται Maori», ειπώθηκε από μια ελληνική ψυχή σε ένα από τα ξενύχτια μας, σε μια παράφραση του άσματος της Θεοδωρίδου – και οι μυημένοι είναι αλήθεια ότι δύσκολα θα διαφωνήσουν με την άποψη αυτή. Έστω και αν δεν αποτελεί γνωστό μέρος ακόμα και για τους ντόπιους κατοίκους της περιοχής.
Αντιθέτως, η «Sal e Brasa» με τα κρεατικά της, αποτελεί σήμα κατατεθέν της πόλης. Ήταν το πρώτο πράγμα που μας έδειξαν και φυσικά αποτέλεσε το άλλο ελληνικό στέκι, για τις πιο νορμάλ ώρες και για τις επισιτιστικές ανάγκες, το οποίο όπως έχουμε γράψει τις προηγούμενες ημέρες, απέκτησε τέτοια φήμη που το επισκέφθηκαν και οι παίκτες της Εθνικής. Εκεί γιόρτασαν τα γενέθλια του Κώστα Κατσουράνη το περασμένο Σάββατο, εκεί πήγαν και χθες, ίσως για γούρι, ίσως επειδή τους άρεσε τόσο πολύ.
Τρίτον, απέναντι ακριβώς από την «Sal e Brasa», η μίνι τουριστική αγορά με το… στέκι του Βαγγέλη, όπως «βαφτίσαμε» έναν ντόπιο μπάρμαν (πραγματική μορφή ο τύπος), από τα χέρια του οποίου γευτήκαμε τις πρώτες μας βραζιλιάνικες καϊπιρίνιες. Τέταρτον, σίγουρα θα μας λείψει το «Foroh Festival» με τους πολύωρους χορούς των ντόπιων κατοίκων ως τις πρώτες πρωινές ώρες. Επίσης, πέμπτον, η χαρακτηριστική φιγούρα του Πατρίκ Ντιμό, του Mr «Κόκκινο Γαρύφαλλο» όπως την ιδιαίτερη προτίμησή του να το ερμηνεύει, έναν Έλληνα τραγουδιστής που μεσουρανεί εδώ στην Βραζιλία. Φυσικά, έκτον, το Estadio Lurival Baptista, εκεί όπου προπονούνταν η Εθνική Ομάδα και αποτελούσε τον βασικό χώρο εργασίας μας, πέρα φυσικά από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, έστω και αν χρειαζόταν κάθε φορά να δίνουμε περίπου 20 ρεάλ σε ταξί για να το προσεγγίσουμε. Και φυσικά, έβδομον, last but not least, η ατέλειωτη αμμώδης παραλία, αν και δεν την επισκεφθήκαμε ποτέ για κολύμπι (έστω και σαν αυτό της καταπληκτικής φωτογραφίας του καλού φίλου Δημήτρη Μπίρνταχα) παρά μόνο για.. οφθαλμόλουτρο και… άκουα ντε κόκο.
Φορτωμένοι λοιπόν με όλες αυτές τις ξεχωριστές αναμνήσεις, μαζεύουμε σιγά – σιγά βαλίτσες και εγκαταλείπουμε το Αρακαζού. Εδώ όπου χτίστηκε μέρα με την μέρα άλλη μία νέα ελληνική παροικία. Που προετοιμάζεται πυρετωδώς για τους νοκ άουτ αγώνες του Μουντιάλ και είναι σίγουρο ότι την Κυριακή, μια ημέρα αφότου στηθεί στις οθόνες για να δει την Σελεσάο, θα το ξανακάνει, αυτή τη φορά για να φωνάξει υπέρ της δεύτερης ομάδας της σε αυτή τη διοργάνωση, Ελλάδας…
Copyright © 2014 euronews
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου