Βόμβα στο σχέδιο του οικονομικού επιτελείου να αφαιρεί τον ΑΦΜ από όσους φοροδιαφεύγουν, βάζει η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής. Η Επιτροπή θέτει σοβαρές ενστάσεις τονίζοντας ότι υπάρχει ασάφεια στο νομοθέτημα κι ότι επειδή ο ΑΦΜ χρησιμοποιείται και σε άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες αυτό αποτελεί περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας και είναι συνεπώς αντισυνταγματικό μέτρο.
Με την προτεινόμενη παράγραφο 1, δια της οποίας προστίθεται νέα παράγραφος 4 στο άρθρο 11 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4174/2013), ορίζεται ότι «η Φορολογική Διοίκηση δύναται να αναστέλλει τη χρήση Αριθμού Φορολογικού Μητρώου ή να προβαίνει σε απενεργοποίηση αυτού εάν υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία (...) τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος έχει παύσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα ή ότι διαπράττει φοροδιαφυγή ή ότι έχει δηλώσει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία για την απόκτησή του. Ο φορολογούμενος έχει σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα να αποδείξει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου». Με την παράγραφο 2 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Γενικό Γραμματέα Δημόσιων Εσόδων να ορίσει με απόφασή του τις «περιπτώσεις αναστολής ή απενεργοποίησης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου, τις συνέπειες της αναστολής και της απενεργοποίησης, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια».
Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι από τη διάταξη δεν προσδιορίζονται αφενός οι περιπτώσεις φοροδιαφυγής που άγουν στην επιβολή της προτεινόμενης κύρωσης (πρβλ. άρθρο 13 παρ. 1 και 2 ν. 2523/1997) και αφετέρου οι συνέπειες της θεσπιζόμενης κύρωσης σε βάρος του ίδιου του φορολογουμένου αλλά και τρίτων προσώπων που συναλλάσσονται με αυτόν, καθώς και η διάρκεια αυτών. Η ως άνω ασάφεια της προτεινόμενης διάταξης έχει ως αποτέλεσμα η εξουσιοδότηση που δίδεται στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων να αφορά κατ' ουσίαν την πρωτογενή ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων, και όχι τη ρύθμιση ειδικότερου ή λεπτομερειακού ζητήματος όπως επιτάσσει το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος.
Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα της διάπραξης φοροδιαφυγής, επισημαίνεται ότι, συμφώνως προς το άρθρο 55 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, «για τους σκοπούς του Κώδικα ως "φοροδιαφυγή" νοείται», μεταξύ άλλων, και η απόκρυψη οποιασδήποτε φορολογητέας ύλης με μη υποβολή δήλωσης ή με υποβολή ανακριβούς δήλωσης, όταν αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη μη απόδοση ποσού φόρου άνω των 5.000,00 ευρώ ανά φορολογικό έτος ή ανά φορολογική υπόθεση. Εξ άλλου, η χρησιμοποίηση του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου είναι σήμερα αναγκαία τόσο στις σχέσεις πολίτη και Φορολογικής Διοίκησης, όσο, κυρίως, και για την ανάπτυξη οποιασδήποτε επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας. Συνεπώς, στο βαθμό που η κύρωση της αναστολής ή της απενεργοποίησης του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου άγει κατ' αποτέλεσμα σε απαγόρευση άσκησης οποιασδήποτε επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας, η προτεινόμενη ρύθμιση συνιστά δυσανάλογο περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας (Σ 5 παρ. 1), ειδικότερη έκφανση της οποίας αποτελεί και η ελευθερία της επιχειρηματικής δραστηριότητας, και είναι, επομένως, αντισυνταγματική.
Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι από τη διάταξη δεν προσδιορίζονται αφενός οι περιπτώσεις φοροδιαφυγής που άγουν στην επιβολή της προτεινόμενης κύρωσης (πρβλ. άρθρο 13 παρ. 1 και 2 ν. 2523/1997) και αφετέρου οι συνέπειες της θεσπιζόμενης κύρωσης σε βάρος του ίδιου του φορολογουμένου αλλά και τρίτων προσώπων που συναλλάσσονται με αυτόν, καθώς και η διάρκεια αυτών. Η ως άνω ασάφεια της προτεινόμενης διάταξης έχει ως αποτέλεσμα η εξουσιοδότηση που δίδεται στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων να αφορά κατ' ουσίαν την πρωτογενή ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων, και όχι τη ρύθμιση ειδικότερου ή λεπτομερειακού ζητήματος όπως επιτάσσει το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος.
Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα της διάπραξης φοροδιαφυγής, επισημαίνεται ότι, συμφώνως προς το άρθρο 55 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, «για τους σκοπούς του Κώδικα ως "φοροδιαφυγή" νοείται», μεταξύ άλλων, και η απόκρυψη οποιασδήποτε φορολογητέας ύλης με μη υποβολή δήλωσης ή με υποβολή ανακριβούς δήλωσης, όταν αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη μη απόδοση ποσού φόρου άνω των 5.000,00 ευρώ ανά φορολογικό έτος ή ανά φορολογική υπόθεση. Εξ άλλου, η χρησιμοποίηση του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου είναι σήμερα αναγκαία τόσο στις σχέσεις πολίτη και Φορολογικής Διοίκησης, όσο, κυρίως, και για την ανάπτυξη οποιασδήποτε επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας. Συνεπώς, στο βαθμό που η κύρωση της αναστολής ή της απενεργοποίησης του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου άγει κατ' αποτέλεσμα σε απαγόρευση άσκησης οποιασδήποτε επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας, η προτεινόμενη ρύθμιση συνιστά δυσανάλογο περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας (Σ 5 παρ. 1), ειδικότερη έκφανση της οποίας αποτελεί και η ελευθερία της επιχειρηματικής δραστηριότητας, και είναι, επομένως, αντισυνταγματική.
Παράλληλα η Επιστημονική Επιτροπή κάνει ορισμένες επισημάνσεις για ΦΠΑ, πόθεν έσχες, αιγιαλό. Συγκεκριμένα:
2. Επί του άρθρου 2 παρ. 4
Με την προτεινόμενη παράγραφο προστίθεται νέο εδάφιο στο άρθρο 36 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, το οποίο ρυθμίζει ζητήματα παραγραφής, και ορίζεται ότι, «στις περιπτώσεις που για κάποια φορολογία προβλέπεται η υποβολή περισσότερων δηλώσεων, η έκδοση πράξης [διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου] (...) μπορεί να γίνει εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής της τελευταίας δήλωσης». Για λόγους ακριβολογίας, και προς αποφυγή ερμηνευτικών αμφισβητήσεων η προτεινόμενη διάταξη πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Στις περιπτώσεις που για κάποια φορολογία προβλέπεται η υποβολή περισσότερων δηλώσεων ανά φορολογικό έτος ή διαχειριστική περίοδο, η έκδοση της πράξης του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να γίνει εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής της τελευταίας δήλωσης».
Για τις ερμηνευτικές του κώδικα ΦΠΑ
3. Επί του άρθρου 2 παρ. 5
Για τις ερμηνευτικές του κώδικα ΦΠΑ
3. Επί του άρθρου 2 παρ. 5
Με την προτεινόμενη παράγραφο τροποποιείται η παράγραφος 27 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ως εξής: «27. Αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση του Κώδικα Φ.Π.Α., που κυρώθηκε με το ν. 2859/2000, όπως αυτός ισχύει μέχρι 31.12.2013, κατά το μέρος που οι διατάξεις αυτές έχουν καταργηθεί με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι 31.8.2014 ή μέχρι την έκδοση αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα Δημόσιων Εσόδων, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, εφόσον αυτές εκδοθούν σε προγενέστερο χρόνο».
Επισημαίνεται ότι με την προτεινόμενη προσθήκη δημιουργείται ερμηνευτική ασάφεια ως προς το ποιες αποφάσεις παραμένουν σε ισχύ, δεδομένου ότι με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας δεν καταργείται ρητώς καμία διάταξη του Κώδικα ΦΠΑ. Επίσης, ερωτάται εάν θα πρέπει να παραταθεί και η προθεσμία που λήγει στις 31.8.2014.
Για τον Αιγιαλό και την οριοθέτησή του
5. Επί του άρθρου 11 παρ. 1
Επισημαίνεται ότι με την προτεινόμενη προσθήκη δημιουργείται ερμηνευτική ασάφεια ως προς το ποιες αποφάσεις παραμένουν σε ισχύ, δεδομένου ότι με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας δεν καταργείται ρητώς καμία διάταξη του Κώδικα ΦΠΑ. Επίσης, ερωτάται εάν θα πρέπει να παραταθεί και η προθεσμία που λήγει στις 31.8.2014.
Για τον Αιγιαλό και την οριοθέτησή του
5. Επί του άρθρου 11 παρ. 1
Με την παρ. 1 της προτεινόμενης διάταξης αντικαθίσταται το άρθρο 4 του ν. 2971/2001 και καθιερώνεται νέα διαδικασία καθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού σε τρία στάδια, βασιζόμενη, ιδίως, επί των έγχρωμων ορθοφωτοχαρτών ακριβείας με υψομετρική πληροφορία, κλίμακας τουλάχιστον 1:1000, και φωτοληψίας ετών 2008-2009, που απεικονίζουν παράκτια ζώνη εύρους τουλάχιστον 300 μέτρων από την ακτογραμμή (εφεξής «υπόβαθρα») της εταιρείας Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση Α.Ε. (ΕΚΧΑ Α.Ε.) προς τον σκοπό, συμφώνως προς την Αιτιολογική Έκθεση, «τη[ς] άμεση[ς] και συνολική[ς] οριοθέτηση[ς] του αιγιαλού στα ανωτέρω υπόβαθρα». Θεσπίζεται, έτσι, νέα σύνθετη διοικητική διαδικασία για τον, κατά δέσμια αρμοδιότητα της Διοίκησης, καθορισμό της οριογραμμής του αιγιαλού ως φυσικού φαινομένου, δηλαδή «της μέγιστης συνήθους αναβάσεως των χειμερίων κυμάτων σε δεδομένη χερσαία ζώνη» (ΣτΕ 4513/2009, 3923/2008, 3869/2008, 3288/2008, 2688/2007, 361/2005 7μελής).
Για το πόθεν έσχες
15. Επί του άρθρου 223
Για το πόθεν έσχες
15. Επί του άρθρου 223
Συμφώνως προς την περίπτωση ι' της αντικαθιστάμενης διάταξης της πε-ρίπτωσης ι' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α' 309) «1. Δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων τους και των ανήλικων τέκνων τους υποβάλλουν ... ι. Οι Πρόεδροι, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι και οι γενικοί διευθυντές νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημόσιων επιχειρήσεων, δημόσιων οργανισμών, καθώς και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος». Εν προκειμένω τίθεται το ερώτημα αν, προκειμένου περί ν.π.δ.δ., η υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης για τον πρόεδρο, τον διευθύνοντα ή εντεταλμένο σύμβουλο και τα μέλη της οικογένειάς του είναι γενική ή χωρεί, λ.χ., μόνον όταν η διοίκηση του ν.π.δ.δ. στο οποίο ασκούν τα ως άνω πρόσωπα τα καθήκοντά τους, έχει ορισθεί από το Δημόσιο με σχετική διοικητική πράξη. Το ζήτημα έχει πρακτική σημασία, διότι, όπως είναι γνωστό, οι διοικήσεις των ν.π.δ.δ. άλλοτε διορίζονται από το κράτος και άλλοτε εκλέγονται ή υποδεικνύονται από άλλο φορέα. Ο ορισμός της διοίκησης ενός ν.π.δ.δ. από το Δημόσιο σημαίνει ότι, κατά τεκμήριο, το ν.π.δ.δ. ασκεί δημόσια εξουσία και διαχειρίζεται δημόσιες υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης δημοσίου χρήματος. Εξ αιτίας, ακριβώς, αυτού του γεγονότος θεσπίζεται ο ορισμός της διοίκησής του από το Δημόσιο, το οποίο έχει κάθε συμφέρον και ενδιαφέρον να διαφυλάξει, και μέσω της επιλογής διοίκησης, το δημόσιο συμφέρον, ελέγχοντας, με τον τρόπο αυτό, τον τρόπο άσκησης της δημόσιας εξουσίας από το νομικό πρόσωπο. Σε άλλα ν.π.δ.δ., στα οποία δεν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις, ορίζεται διαφορετικώς, οι δε διοικήσεις τους εκλέγονται. Περαιτέρω, χρήζει διευκρίνισης, αν η άσκηση μόνο γνωμοδοτικών αρμοδιοτήτων, είτε από ν.π.δ.δ. είτε από ν.π.ι.δ., συνιστά ή όχι άσκηση δημόσιας εξουσίας και, ως εκ τούτου, αν μπορεί να θεμελιώσει, κατά τα ανωτέρω, την ιδιότητα του υποχρέου. Επίσης, χρήζει διευκρίνισης αν η δεσμευτική υπόδειξη από τρίτο προς το Δημόσιο, δυνάμει ειδικής διάταξης, των μελών της διοίκησης ν.π.δ.δ. ή ν.π.ι.δ. συνιστά άμεσο ή έμμεσο ορισμό από το Δημόσιο με διοικητική πράξη των μελών της διοίκησης του νομικού προσώπου, κατά την έννοια της προτεινόμενης διάταξης.
16. Επί του άρθρου 224
Με την προτεινόμενη διάταξη αντικαθίσταται το άρθρο 2 του ν. 3213/2003, με τη δε προτεινόμενη νέα παρ. 3 του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι οι «δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων α' έως ε' του άρθρου 1 παρ. 1, καθώς και των Γενικών Γραμματέων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, των Περιφερειαρχών και των Δημάρχων, υπόκεινται σε δημοσιοποίηση στο διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 3A, ο οποίος καθορίζει το αντικείμενο της δημοσιοποίησης, και ιδίως τη μορφή, τον τύπο, τα προς δημοσίευση συγκεντρωτικά ή μη στοιχεία, τη χρονική διάρκεια της ανάρτησης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Από τη δημοσιοποίηση εξαιρούνται σε κάθε περίπτωση εκείνα τα στοιχεία που είναι ικανά να προκαλέσουν βλάβη στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογένειας του, (όπως διεύθυνση κατοικίας, αριθμοί κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων, φορολογικά στοιχεία κλπ). Η δημοσίευση των δημοσιοποιούμενων στοιχείων στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το περιεχόμενό τους».
Επισημαίνεται συναφώς ότι η δημοσίευση στο διαδίκτυο δεδομένων που αφορούν στην περιουσιακή κατάσταση προσώπων συνιστά περιορισμό του ατομικού δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α του Συντάγματος). Κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να ορίζονται γενικώς και αντικειμενικώς με τυπικό νόμο ή, κατόπιν ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης, με διάταγμα, να δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, να τελούν σε πρόδηλη λογική συνάφεια με τον σκοπό αυτό, να είναι πρόσφοροι, κατάλληλοι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, να μην θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος και να μην απονέμουν στη Διοίκηση ευρεία διακριτική ευχέρεια (βλ. ενδεικτικώς, ΣτΕ Ολ 3665/2005, ΔιΔικ 2006, σελ. 391). Ειδικώς ως προς τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας των μέτρων, που θεσπίζονται για την επίτευξη ενός σκοπού, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς τον καθορισμό των ρυθμίσεων που αυτός κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση για το αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη, είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (βλ. ΣτΕ Ολ 3031/2008, ΣτΕ Ολ 2010/2010).
Στο πλαίσιο αυτό, η δημοσίευση στο διαδίκτυο δεδομένων που αφορούν στην περιουσιακή κατάσταση των υπόχρεων προσώπων, κατά το ισχύον άρθρο 2 του ν. 3213/2003, «δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθώς εξυπηρετεί τη διαφάνεια του πολιτικού και δημόσιου βίου, και είναι εντός των ορίων της αναλογικότητας, καθώς υπηρετεί υπέρτερο έννομο συμφέρον. Ειδικότερα, ο περιορισμός αυτός αφορά σε δημόσια πρόσωπα, δηλαδή σε πρόσωπα που κατέχουν δημόσια θέση ή διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα ή ακόμα διαδραματίζουν ρόλο στη δημόσια πολιτική και οικονομική ζωή, για τα οποία είναι ανεκτός ένας εντονότερος περιορισμός του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών τους δεδομένων. Εξάλλου τα πρόσωπα αυτά εκουσίως ανέλαβαν την άσκηση δημοσίων αξιωμάτων και έτσι συναίνεσαν στο να εκτεθούν σε ένα ευρύτερο έλεγχο της ιδιωτικής και οικονομικής τους ζωής. Τούτο είναι σύμφωνο και σε αντιστοιχία με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο επιλύοντας τη σύγκρουση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και αυτού της προστασίας της ιδιωτικής ζωής δέχεται ότι είναι ανεκτή η επέμβαση σε πτυχές της ιδιωτικής ζωής δημοσίων προσώπων προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της ενημέρωσης του κοινού (βλ., ενδεικτικώς, von Hanover v. Germany, απόφαση της 24.6.2004)», βλ., σχετικώς, Α.Π.Π.Δ. Γνμδ 7/2011, ΔιΜΜΕ 2012, σελ. 296.
17. Επί του άρθρου 226
17. Επί του άρθρου 226
Με την προτεινόμενη ρύθμιση προστίθεται άρθρο 3Α στον ν. 3213/2003, διά του οποίου ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο «έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των αναφερομένων στην περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 3 προσώπων ανατίθεται σε επιτροπή ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο», το οποίο αποτελείται από πέντε (5) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές, μεταξύ των οποίων, «α) τον Αντιπρόεδρο της Βουλής, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, β) τον Δ' Αντιπρόεδρο της Βουλής, ως μέλος, με τον αναπληρωτή του, εκ των Ε', ΣΤ' και Ζ' Αντιπροέδρων, ο οποίος ορίζεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής». Σχετικώς με την ανωτέρω διάταξη, ισχύουν αναλογικώς οι επισημάνσεις της παραγράφου Γ της παρατήρησης 14 επί του άρθρου 221, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής (Μέρος Κοινοβουλευτικό), «Οι Αντιπρόεδροι της Βουλής ασκούν τις αρμοδιότητες που τους αναγνωρίζει ο Κανονισμός ή τους αναθέτει με αποφάσεις του ο Πρόεδρος της Βουλής για την Ολομέλεια, το Τμήμα διακοπής των εργασιών της Βουλής, τις διαρκείς επιτροπές, καθώς και για κάθε άλλη Επιτροπή, όργανο, δραστηριότητα ή έργο της Βουλής». Κατά τα ανωτέρω, δεν θα είναι δυνατή η νόμιμη συγκρότηση αυτής της Επιτροπής, αν η σχετική ρύθμιση δεν περιληφθεί στον Κανονισμό της Βουλής
ΠΗΓΗ:http://www.imerisia.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου