ράχια δίχως τέλος, που αγγίζουν τα σύννεφα, σμαραγδένια νερά, σπηλιές και φάροι που ορίζουν την πιο φαντασμαγορική δύση. Οπως ο φοίνικας ξαναγεννιέται απ' τις στάχτες του, έτσι κι η Ζάκυνθος. Μαγεύει με τις συναρπαστικές της δυνάμεις. Με το γαλάζιο στο οποίο τυλίγεται το άνθος της Ανατολής.
Και έκτοτε, είναι πάντα εκεί· στα χαμόγελα που σου χαρίζονται απλόχερα, λες και ήσουν πάντοτε δικός τους, στα κεράσματα που φορτώθηκες αδυνατώντας να αντικρούσεις το απόλυτο:«σαν αυτό το κρασί, δεν έχεις δοκιμάσει!», στις αρέκιες που κάποιος, βάλθηκε να τραγουδάει από μόνος του σε κάποιο τουριστικό μαγαζί. Ολα μαζί τα βάζεις. Ανθρώπους και τοπία καταγάλανα· και ό,τι φέρνεις στον νου, από δω και στο εξής, το κάνεις με νοσταλγία.
Ημεράδα στα ανατολικά – αγριάδα στα δυτικά. Στη μέση ο Βραχίωνας, η γιγαντιαία ραχοκοκαλιά που τη σπάει κάθετα στα δύο και στον Νότο να σχηματίζονται μικρονήσια... Πελούζο – Μαραθονήσι είναι προστατευόμενα «μέλη» του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Ζακύνθου. Δύο ώρες μακρύτερα, τα δυσπρόσιτα Στροφάδια. Κάπως έτσι την προσδιορίζεις. Αν θες να την προσδιορίσεις.
Και αποκλείεις και τα πράγματα που διά ροπάλου δεν αγγίζεις. Η χελώνα Caretta caretta Μάιο με Αύγουστο απολαμβάνει την ησυχία της στον απαγορευμένο παράδεισο του Γέρακα, στη Δάφνη, στα Σεκάνια. Το δέχεσαι αυτό. Πας αλλού. Ή στριμώχνεσαι δίπλα της, εκεί που στο επιτρέπουν. Μέρη έχει. Και βουνό και θάλασσα. Και βουνίσιους και χωραΐτες.
Ωραίοι οι Ζακυνθινοί. Καπάτσοι, άντρες-γυναίκες. Πειραχτήρια. Εναν έναν τους φέρνεις στον νου και... αυτoεπιβεβαιώνεσαι! Ο Νίκος ο Κούκος, ο Γιάννης ο Βοναπάρτης, ο Φούγας, ο Μποκές, ο Σκάρπας... Ποιος Θόδωρος; Ποιος Αντώνης; «Σκέτος» κανείς. Αργησες αλλά μαθαίνεις. Ενα όνομα δεν είναι ποτέ αρκετό. Θέλει την επεξήγησή του. Αυτό το... επιπλέον κάτι.
Και όσο για το οφθαλμοφανές; Το χαρακτηριστικότερο όλων των γνωρισμάτων της Ζακύνθου – και συνάμα το πιο σοκαριστικό; Ολα όσα αντικρίζεις, ό,τι βλέπεις, είναι κτίσματα νεότερα. Στη συντριπτική τους πλειονότητα φτιαγμένα μετά το '60. Ο 500ων ετών υλικός πολιτισμός της γκρεμίστηκε εν μια νυκτί.
Στις 12 Αυγούστου του 1953, στην τελευταία μεγάλη σεισμοπυρκαγιά, τότε επήλθε η ολοκληρωτική καταστροφή. Η Ζάκυνθος ισοπεδώθηκε. Και μιλάμε για το 99% των κτισμάτων του νησιού. Για μνημεία της εποχής της Ενετοκρατίας (300 χρόνια υμνούσαν το «Ανθος της Ανατολής»), για σπάνια έργα τέχνης, για πολύτιμα αρχεία συγγραφέων, ποιητών, για θρησκευτικά κειμήλια...
Κι όμως, ασχήμια δεν βλέπεις. Και αυτό το ορκίζεσαι. Πουθενά. Ισως στον «αγγλοκρατούμενο», το κατακαλόκαιρο, κόλπο του Λαγανά. Μα και πάλι δεν τη λες έτσι. Και βέβαια, δεν την ήξερες όπως ήταν πρώτα. Οπως τη θυμούνται οι παλιοί. Οπως μόνο να τη φαντάζεσαι μπορείς μέσα από ασπρόμαυρες γκραβούρες.
Με τη Στράτα Μαρίνα να ακουμπά στα Ρεπάρα της ακροθαλασσιάς (την άλλοτε παράκτια πόλη), με τα σκαλιά των αρχοντικών να βουτούν στη θάλασσα. «Αν ήθελες, απ' το μπαλκόνι ψάρευες» θυμούνται στο Ρωμιάνικο, το μοναδικό εναπομείναν και κάποτε επισκέψιμο αρχοντικό της οικογενείας Ρώμα.
Οταν οι προσόψεις των νεοκλασικών παρατάσσονταν έως τον «Ξενοπούλειο» Κόκκινο Βράχο, όταν έβρισκες 100 εκκλησιές, αντί για τις 20 που ψάχνεις τώρα στα καντούνια. Κάποιες σώθηκαν, τις ξανάχτισαν, ίδιες και απαράλλαχτες, με τα τότε δομικά υλικά. Φανερωμένη, Κυρία των Αγγέλων, Αγιος Νικόλαος του Μώλου συναρμολογήθηκαν, πέτρα πέτρα (και τι πέτρα!)· με τα χαρακτηριστικά τους λιθανάγλυφα και τα πυργοειδή καμπαναριά και τα όλα τους, κούκλες!
Αγιος Διονύσιος ήταν ο μόνος που άντεξε. Το μεγαλύτερο προσκύνημα. Τον έσωσε το λείψανο του Αγίου. Ο,τι επέζησε φυλάσσεται στα μουσεία: Μεταβυζαντινό και Μουσείο Σολωμού – Επιφανών Ζακυνθίων, δεν νοείται να μην τα βάλεις στο πρόγραμμα.
Μπόχαλη, Σολωμός και μανοτλάτο
Βόλτα στην Μπόχαλη· στο πιο διάσημο αγνάντι. Σε μια από τις πιο παλιές συνοικίες, φυλαγμένη πίσω απ' τον λόφο του κάστρου, με τα ανθισμένα σοκάκια, το διπλό καμπαναριό της Αγ. Παρασκευής, τον Αγ. Γεώργιο των Φιλικών με τη διασωθείσα λίστα των μυηθέντων στη Φιλική Εταιρεία. Ολο και κάτι, κάπου, βρίσκεις να έχει γλιτώσει απ' τις φλόγες...
Η προτομή του Δ. Σολωμού στον Λόφο του Στράνη σηματοδοτεί το σημείο όπου ο εθνικός μας ποιητής, ακούγοντας τα κανόνια απ' την πολιορκία του Μεσολογγίου, εμπνεύστηκε τον Υμνο εις την Ελευθερία. Για το πουρνάρι κάτω απ' το οποίο τον συνέθεσε, ούτε λόγος. Επεσε, λένε, από κεραυνό. Μόνο η ρίζα απομένει. Και η άκρα ησυχία. Με θέα σε θάλασσα και κάμπο.
Οσες φορές κι αν ήρθες δεν συνάντησες ψυχή. Απόλυτη σιγή και στους μαρμάρινους τάφους του αγγλικού νεκροταφείου. Και από εκεί, πίσω στη βουή της κατάμεστης πλατείας Σολωμού και στη συνέχειά της, την άνω πλατεία του Αγίου Μάρκου. Εδώ διοργανώνονται οι γκιόστρες, ένα από τα παλαιότερα δρώμενα που αναβιώνουν κάθε 3ήμερο του Αγίου Πνεύματος. Σκέψου τώρα ιππότες καβάλα στ' άλογα να μάχονται για την τιμή της καλής τους. Ενα πραγματικό «βενετσιάνικο» υπερθέαμα δηλαδή!
Προς το παρόν, μπλέκεσαι στην κίνηση. Μπαρμπούνια στα δίχτυα, μαντολάτα στους πάγκους, καφές και μεζέδες στα καντούνια. Οσους γνώρισες, εδώ τους συναντάς, με μουσική υπόκρουση τις νότες της πρώτης εν Ελλάδι Φιλαρμονικής να ξεχύνονται απ' τα παράθυρα του πνευματικού τους κέντρου.
Δεν είναι όσο διάσημη -ούτε όσο πολυάριθμη- είναι η Κερκυραϊκή, μα την πρωτιά, κανείς δεν μπορεί να της τη στερήσει. Και τη συνέχεια. Από το 1816, ακάθεκτη. «Η μπάντα κάνει υπηρεσίες ανά 15 μέρες. Ή θα περάσει πεζοπόρο τμήμα ή θα τύχει λιτανεία ή θα κάνει συναυλία, συν όλες τις υπηρεσίες του Πάσχα», υπόσχεται ο μαέστρος Διονύσιος Μαλλιάς. Από 7-70 χρονών, όλοι στους δρόμους τη βγάζουνε! Τύχη το λένε αυτό. Ολο και κάπου θα τους πετύχεις!
Αγνάντεψες τα ασημοκόκκινα βράχια του Γέρακα, χωρίς αντιπερισπασμούς. Πάντως, αν αρέσκεσαι στο να κοιτάς από ψηλά, κάντο σωστά. Από το φυσικό παρατηρητήριο της Παναγιάς της Σκοπιώτισσας – στην κορυφή του συνονόματου όρους. Το κάστρο της Γλαρέντζας στην Κυλλήνη, το ακρωτήρι του Γέρακα, το 9 χλμ. αμμουδερό ημικύκλιο του Λαγανά, οι καταπράσινοι «Κήποι» και στο τελείωμά τους, ο λόφος και η πόλη. 360°. Πόση ώρα μπορείς να κάτσεις εκεί; Πόσες φορές να ξανάρθεις;
Παράλληλα με τη θάλασσα, μνημονεύεις έναν παλιότερο σεισμό (του 1633) που χάρισε στον Λαγανά το φωτογενές νησάκι του Αγίου Σώστη. Ιδιόκτητο κι αυτό, ενώνεται με τη στεριά με μια ξύλινη γέφυρα και αποτελεί μια από τις κλασικές στάσεις.
Δυτικά δυτικά τώρα, άκρη άκρη, σκαρφαλώνεις στο Κερί, με τα παλιά σπίτια και την Παναγιά Κεριώτισσα. Ο Παπαγιάννης σου εξηγεί το θαύμα της «δίφατσης» εικόνας, σου δείχνει την καμένη πλευρά του Αϊ-Νικόλα, χαίρεται να σου μιλά για τα πασχαλινά τους έθιμα. Και βγαίνεις έξω. Παίρνεις ανάσα, γιατί έφτασες. Από εδώ και πέρα μετράς ηλιοβασιλέματα.
Να' ναι καλά ο Παναγιώτης!
Μεθάς απ' τα χρώματα. Απ' το ύψος των υπέρμετρων βράχων. Από τον παφλασμό των κυμάτων. Απ' τα γλαροπούλια που χορεύουν πάνω απ' το κεφάλι, απ' τις μορφές που παίρνουν τα σύννεφα, απ' το διαρκές βούισμα του αέρα. Λες και η δυτική ακτογραμμή αποσχίστηκε από κάπου, βίαια, με μια κίνηση, αμετάκλητα. Οπου κι αν στρέψεις το κεφάλι, σαστίζεις.
Ή το περίβλεπτο καμπαναριό του Αγ. Νικολάου στο μισοχώρι Κοιλιωμένου. Με τα 5 πατώματα, τα 67 σκαλιά, τις νεκροκεφαλές και τους ουροβόρους όφεις- άλλο πράγμα! Με θέα στον Γέρακα και το Μαραθονήσι, με τα άλογα του Αντώνη του Σκάρπα να βολτάρουν τους τουρίστες σε χωμάτινα σοκάκια και... «Αμπελόστρατες», με την κουζίνα της Μίκας να σερβίρει νοστιμιές, με τον αργαλειό της Λόλας της Μένεγου να υφαίνει ολημερίς κουρελούδες, με ζεστό ψωμί απ' τις «Μελισσιώτισσες».
Διασταύρωση στον Αγιο Λέοντα. Προς Λούχα - Γύρι ή Λιμνιώνα. Πόσοι θυμούνται να έχουν κάνει εδώ τα καλύτερα μπάνια της ζωής τους; Λίγο βορειότερα ο πλάτανος της Εξω Χώρας παρέα με τη γηραιότερη ελιά του νησιού. Στο δήλωσαν ξεκάθαρα. «Δεν χρονολογείται»! Το ίδιο αχρονολόγητα είναι και τα πηγάδια του οικισμού. Ούτε ένα, ούτε δύο. 170 - απλωμένα στο ξέφωτο. Σε ένα χαλί από μαργαρίτες. Ε, δεν είναι κι όλα εκεί, αλλά τόσα τα βγάζει η ιστορία.
Οι Μαριές πήραν το όνομά τους από τη Μαρία τη Μαγδαληνή και τη Μαρία του Κλωπά που κήρυξαν εδώ πρώτα τον χριστιανισμό. Εχουν και «το πάτημα» στο Πόρτο Βρώμη για όσους δεν πιστεύουν. Και το εκμαγείο του μες στην εκκλησιά, κοντά στο «γυναιτίκι» που κάθονταν εκτός θέας οι γυναίκες.
«Το χειμώνα μαζεύει όλη τη βρωμιά, αλλά το καλοκαίρι μας αποζημιώνει», το υπερασπίζονται. Σε πάνε κι αλλού αν το ζητήσεις, μα ο κόσμος θέλει τον «Παναγιώτη»! Και για να μην αναρωτιέσαι, έτσι λεγόταν το πλοίο που ναυάγησε μεταφέροντας παράνομα τσιγάρα απ' την Τουρκία. Μεγάλο φορτίο. Φουμάρανε, λέει, για χρόνια οι χωριανοί.
Εντυπωσιακή ιστορία... Αξίζει τον κόπο να τη βρεις. Και βγάζει και από 'κει στο Πόρτο Βρώμη. Εχει δυο κόλπους, τους μοιράζονται αναμεταξύ τους τα χωριά. Το σχολικό φορτώνει παιδιά για τις Βολίμες. Είναι βλέπεις, το κεφαλοχώρι του Βορρά, σπασμένο στις Ανω, Μέσα και Κάτω γειτονιές του.
Ξανοίχτηκες και ποιον κοροϊδεύεις; Πίσω θα πας. Στο κουφάρι του Παναγιώτη. Να το χαζέψεις ξανά και ξανά, όσο μπορείς να το χορτάσεις. Να στέκεσαι στο χείλος του γκρεμού, να μετράς τα χρώματα που παίρνει η θάλασσα όταν σκάει στα βράχια. Να είσαι εσύ κι άλλοι 100 νοματαίοι στη σιωπή και όλα να τελειώνουν όταν ο ήλιος δύσει. Οταν δεν υπάρχουν πια βαρκάκια. Τότε που φαντάζει ψεύτικο, απόκοσμο, μια κουκκίδα - απαγορευμένη να την αγγίξεις. Οταν νιώθεις σαν να το ανακάλυψες πρώτος εσύ το στολίδι της Ζακύνθου. Και θες να το κρατήσεις για πάντα κρυφό. Δεν έβλαψαν κανέναν τα όνειρα. Ετσι;
ΠΗΓΗ:thetravelbook
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου