Απ' τις καμπύλες των Κρουσσίων ως την ελληνοσκοπιανή μεθόριο. Απ' τα πανάρχαια παραλίμνια δάση, ως τα έγκατα της γης. Απ' τις πλάβες των ψαράδων της Δοϊράνης, μέχρι το Μπέλες και τα σύνορα· ως τη νοητή γραμμή «του τέλους», τη γαλήνια, την πλασμένη με νερό.
Εύχεσαι να έχει καθαρό ουρανό. Πλησιάζοντας στο Κιλκίς, να διακρίνεις στον ορίζοντα τη λευκοντυμένη, μεγαλειώδη ράχη του Μπέλες, το φυσικό σύνορο Ελλάδας-Βαλκανίων. Να εντοπίσεις τους κυματιστούς λόφους των Κρουσσίων στα ανατολικά, το Πάικο, χιονισμένο κι αυτό, να χωρίζει, στα δυτικά, τον νομό από την Πέλλα. Να καταλάβεις ευθύς αμέσως πού βρίσκεσαι, να αφομοιώσεις το ανάγλυφο, να καταλάβεις τι ήταν αυτό που ώθησε τόσους κατοίκους στη γεωργοκτηνοτροφία.
Εύχεσαι το βλέμμα να μπορούσε να φτάσει μέχρι τη μοιρασμένη ανάμεσα σε Ελλάδα και Σκόπια λίμνη Δοϊράνη, έως τα ακριτικά χωριά που αγγίζουν τα σύνορα και είναι ακόμα ζωντανά -φτωχικά, μα ζωντανά- με τις σημαίες τους ολόρθες, παρόλο που δεν σιμώνει καμία εθνική εορτή.
Σιωπάς άθελά σου, μήπως κι ακούσεις τα ξακουστά τους χάλκινα, τους αλέγκρους, ενίοτε πένθιμους ήχους των πνευστών της Γουμένισσας και του Μυριόφυτου να σε ζώνουν απ' άκρη σ' άκρη. Σε καλωσορίζουν σε τοπικά γλέντια, σε πομπές, σε κάποιο από τα έθιμα που αναβιώνουν σε δεκάδες χωριά, όλο τον χρόνο.
Χαραγμένο βαθιά στις συνειδήσεις το παρελθόν που κουβαλούν οι Κιλκισιώτες. Οι περισσότεροί τους, πρόσφυγες: Πόντιοι, Θρακιώτες, Στρωμνιτσιώτες, κάποιοι Σαρακατσάνοι. Επανδρώνουν συλλόγους, οργανώνουν εκδηλώσεις, διατηρούν τις παραδόσεις αναλλοίωτες.
Μόλις 50 χλμ. βόρεια της Θεσσαλονίκης κατευθύνεσαι. Τόσο κοντά, κι όμως μακριά από οτιδήποτε κοσμοπολίτικο, οτιδήποτε επιτηδευμένο. Εως και οι ταμπέλες που σηματοδοτούν την έξοδο προς το Κιλκίς είναι ελάχιστες. Κάποιος στο εξηγεί· πρέπει απλώς να πάρεις τον δρόμο για τις Σέρρες. Περίεργο τουλάχιστον, πώς «κρύβεται» ένας ολόκληρος νομός από την εθνική οδό. Πόσο απλά βρίσκει την ησυχία του. Σαν να σου λέει απ' την αρχή: όποιος πραγματικά το θέλει, αυτός μόνο, να βρίσκει τον δρόμο.
Οπως τα δυο ποτάμια που πορεύονται πλάι σου. Γαλλικός και Αξιός γράφουν τα δικά τους χιλιόμετρα, χαράζουν τη δική τους πορεία, πάντα λασπωμένοι, πάντα ορμητικοί, τερματίζουν στον Θερμαϊκό. Κι ανάμεσά τους ξεπλένονται χωράφια ολόσπαρτα -αλλοτινά πεδία μαχών-, πλάι τους συμμαχικά κοιμητήρια και Ηρώα μνημονεύουν τα τεκταινόμενα του Μακεδονικού Αγώνα.
100 χρόνια από την απελευθέρωση συμπληρώθηκαν το 2013. Τιμήθηκαν με εορτασμούς καθ' όλη τη διάρκεια του έτους υπενθυμίζοντας σε νέους και σοφότερους το πρόσφατο παρελθόν· όταν στο ακριτικό Κιλκίς, τη βορειότερη (ελλαδική) πύλη στην Ευρώπη, κρινόταν η μοίρα ολόκληρης της Μακεδονίας.
Στο όνομα του Αϊ – Γιώργη
Ενας λόφος, μια μεταβυζαντινή εκκλησιά, ένα το σπήλαιο στα έγκατά του. Ολα ταμένα στον Αϊ Γιώργη. Από εκεί ξεκινάς, από το πιο ψηλό σημείο, με θέα στο Κιλκίς των 18.000 κατοίκων, αγναντεύοντας τον πευκόφυτο λόφο του Ηρώου -με το Πολεμικό Μουσείο της περίφημης μάχης του 1913- πατώντας στα παλιά λατομεία που αποκάλυψαν το φημισμένο σπήλαιο.
Το σημαντικότερο αξιοθέατο του σύγχρονου διοικητικού κέντρου ήρθε στο φως τυχαία, το 1925, με την ανατίναξη από τον λατόμο Γεώργιο Παυλίδη, η οποία αποκάλυψε την πρώτη σχισμή. Τότε φάνηκε ένα μικρό μέρος των δαιδαλωδών διαδρόμων του, τότε του χαρίστηκε και το αρχικό όνομα: «του πουλασούχ το τρυπίν!», απ' το παρατσούκλι του εν λόγω «εξερευνητή» που στα ποντιακά σημαίνει πειραχτήρι...
«Ηταν τέτοιος», εξηγεί ο Βασίλης Μακρίδης, ο φροντιστής και προστάτης του υπογείου κοιλώματος από την απαρχή της λειτουργίας του. Τον πρώτο καιρό, έως το '77, -οπότε ξεκίνησαν τα έργα αξιοποίησής του-, αποτελούσε «παιχνίδι» για τους απανταχού πιτσιρικάδες. Τότε σημειώθηκαν και οι κάποιες αλλοιώσεις στον σταλακτικό του διάκοσμο - όταν έμπαινε όποιος ήθελε και κατά την έξοδό του έπαιρνε για ενθύμιο «μαρμαράκια» (τις μύτες από τους σταλακτίτες που χρησιμοποιούσαν ως διακοσμητικά).
Το '68 το γνώρισε και ο Βασίλης, ακόμα παιδί. Και από 'κείνη την πρώτη φορά, του αφιερώθηκε ολόψυχα. «Ενιωθα πως με τραβούσε όλο και περισσότερο στα σωθικά του, σαν μαγνήτης», εξομολογείται. Το 1986 έγινε επισκέψιμο, ο ίδιος διορίστηκε φύλακας, ο ιδανικός άνθρωπος στην κατάλληλη θέση.
Περνούσε (και περνάει) ατελείωτες ώρες εκεί μέσα, και επειδή πάντοτε τον ένοιαζε, το αγαπούσε -το θεωρούσε άλλωστε... «σπήλαιό του»-, ήθελε να πάρει αξία και ό,τι έβρισκε το φύλαγε, το ταξινομούσε. Ετσι κάπως φτάσαμε στο σήμερα, στο 1.000 τ.μ. έκτασης, 300μ. μήκους σπήλαιο, με τα μοναδικά πέτρινα κοράλλια και τα παλαιοντολογικά ευρήματα που αποδεικνύουν πως πριν από 30.000 χρόνια υπήρξε άντρο υαινών.
Μόνο από επιφανειακές ανασκαφές (και πολύχρονη προσωπική εργασία) συγκεντρώθηκαν πάνω από 1.200 οστά απολιθωμένων ζώων (στικτής ύαινας, αλεπούς, νυφίτσας, άγριου άλογου, ημίονου κ.ά.) μέρος των οποίων εκτίθενται στο νεοϊδρυθέν και αξιόλογο Κέντρο Προβολής του Λόφου Αγίου Γεωργίου (εντός του 2ου ορόφου του αναψυκτηρίου).
Οι κλιματολογικές του, δε, συνθήκες (μόνιμη θερμοκρασία 15-17º C, υγρασία 95%) έκανε Τσέχους γιατρούς να μιλούν για σπηλαιοθεραπεία. Οπως και να ΄χει, για ίαση παθήσεων ή όχι, η «κατάβαση» αξίζει τον κόπο. Αν μη τι άλλο, για την εκ βαθέων ξενάγηση του Βασίλη. Παθιασμένη, εμπεριστατωμένη, περιγραφική!
Πίσω στην επιφάνεια της γης, η καμπάνα του Αϊ-Γιώργη καλεί τους πιστούς στον εσπερινό. Ημίφως, πρόσωπα σκυμμένα σε κατάνυξη, προσευχές και ψαλμωδίες δίνουν ζωή στο στολίδι του 1830, με τις φανταχτερές τοιχογραφίες και τα ξύλινα ταβάνια που τη στεφανώνουν απ' το 1879. Κοιτάς ψηλά, όσο αντέχεις, για ώρες, τα πολύχρωμα ανθισμένα μοτίβα που μόνο αν τα λούσει το φως φανερώνουν το αληθινό τους πρόσωπο.
Στον έξω κόσμο, έχεις όλο το Κιλκίς στα πόδια σου. Πάντα έτσι ήταν. Οι πρώτοι κάτοικοι εμφανίστηκαν μετά την Αλωση του 1453 και έως το 1890, ο πληθυσμός της πόλης δεν ξεπερνούσε τις 2.500 ψυχές. Μουσουλμάνοι και χριστιανοί, Ελληνες, Βούλγαροι και Τούρκοι, όλοι μπλεγμένοι σε ένα κουβάρι.
Τα ελάχιστα κατάλοιπα της συγκεκριμένης σύνθεσης κρύβονται πίσω απ' τα μικρομάγαζα της αγοράς, εν είδει του περίκλειστου οθωμανικού λουτρού, θαμμένο σχεδόν πίσω από την οδό Θεσσαλονίκης. Τραντάζεις κλειδωμένες πόρτες, σκαρφαλώνεις κάγκελα, ώσπου το βρίσκεις· απομονωμένο, ξεχασμένο, αναξιοποίητο.
Στα αλήθεια, δεν τους κατηγορείς που το εξαφάνισαν. Που σήκωσαν τοίχους γύρω του. Που το απέκλεισαν απ' τον οικιστικό ιστό. Ετσι γίνεται όταν έχεις υποστεί τα αντίποινα. Οταν η ελληνορθόδοξη πίστη σου έχει δοκιμαστεί πολλάκις.
Αλλο ένα αξιόλογο κτίσμα του Μεσοπολέμου, η παλιά Αυστροελληνική καπναποθήκη (1930) λειτουργούσε μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τα άλλα, ό,τι «ακριβοθώρητο» φυλάσσεται πίσω από γυάλινες προθήκες εντός του αρχαιολογικού μουσείου, το οποίο εκθέτει τους δικούς του μικρούς θησαυρούς. Πρώτος και καλύτερος ο 1.80 μ. Κούρος της Ευρωπού (6ος αι. π.Χ.) που ανασκάφηκε το 1966 στον ομώνυμο αρχαιολογικό χώρο του Δήμου Παιονίας.
Εξίσου σημαντικά και τα τέσσερα μαρμάρινα αγάλματα του Παλατιανού (2ος αι. μ.Χ.) τα οποία αποκαθηλώθηκαν από την αρχική τους θέση -εντός της (κλειδωμένης σήμερα) πόλης Ιωρον της αρχαίας Κρηστωνίας- στα βάθη των Κρουσσίων.
Παρά το τσουχτερό κρύο (παρά τα όσα πίστευες), οι πεζοδρόμοι της 25ης Μαρτίου σφύζουν από ζωή. Χειμώνα-καλοκαίρι, όλα εδώ γίνονται. Αντε και λίγο παραπάνω, στο ανοιχτό θέατρο του λόφου. Μα αν αναρωτιέσαι για τις φθινοπωρινές εκδηλώσεις του παγκοσμίου φήμης Διεθνούς Φεστιβάλ Κουκλοθεάτρου και Παντομίμας, γι' αυτό επιστρατεύονται όλοι οι εν δυνάμει χώροι τέχνης.
Συνεδριακό κέντρο, βιβλιοθήκη, σχολεία και πλατείες δεν είναι αρκετά για να φιλοξενήσουν το πλήθος κόσμου που συρρέει από όλες τις γωνιές της γης για να δει αυτούς που κινούν τα νήματα. 14 χρόνια ιστορίας δεν είναι και λίγα!
Οι αποστάσεις μηδαμινές. 15 χλμ. για το Γυναικόκαστρο, 25 χλμ. για την Πικρολίμνη, άλλα τόσα έως το Βαλκανικό Βοτανικό Κήπο Κρουσσίων. Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται κεραμοσκέπαστες κατοικίες απλωμένες στην εύφορη γη, όλες νοικοκυρεμένες, στην πλειοψηφία συμπαθέστατες. Χωριά αποχωρίζεσαι στο πέρασμά σου· γραφικά δεν τα λες, μα είναι όμορφα, φροντισμένα, καθαρά. Λεβεντοχώρι, Μεσιανό, Δαφνοχώρι.
Το Πάικο φράζει με την κορμοστασιά του τον ορίζοντα και γύρω σου οι αγρότες αξιοποιούν το πρώτο φως. Οι βοσκοί ριζώνουν ολημερίς πλάι στο κοπάδι, τα απέραντα χωράφια του Αξιού κάτω απ' τον ήλιο γίνονται πολύτιμα κι η παρόχθια βλάστηση σηματοδοτεί δεκάδες ρέματα, τα εντοπίζεις από μακριά, πλέκουν τα δικά τους σχέδια στον γόνιμο κάμπο. Απλά τα πράγματα. Οπως και οι άνθρωποι. Το ίδιο και οι ασχολίες.
Χαμηλά φτάνεις. Μια κουκίδα γίνεσαι κάτω απ' τα σπασμένα τείχη του Γυναικόκαστρου. Το κάποτε απόρθητο -«ξεδοντιασμένο» σήμερα- κάστρο της κορυφής εξουσιάζει τον παλιό οικισμό. Ερειπωμένο, μα ακόμη εντυπωσιακό, το 14ου αι. δημιούργημα του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ' του Παλαιολόγου, αποτελούσε τμήμα της οχυρωματικής γραμμής της Θεσσαλονίκης. Την περίοδο της ακμής του μάλιστα, ήταν τόσο ισχυρό, που μπορούσε να το υπερασπιστεί ακόμα και γυναικεία φρουρά! Ετσι του βγήκε το όνομα. Αλλά του πάει...
Λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα, στον πυρήνα της αρχαίας λίμνης Χαλάστρας, το καλοκαίρι όλο και κάποιον βλέπεις «μαύρο» απ' τα... λασπόλουτρα. Γύρω από την όχθη της 4.5τ.χ. έκτασης - 4μ. βάθους Πικρολίμνης (τους θερινούς μήνες αποξηραίνεται εντελώς) λειτουργεί το ειδικό (και) για χειμερινές εξορμήσεις πηλοθεραπευτήριο, με ομαδικές πισίνες για άντρες και γυναίκες.
Χιλιάδες συρρέουν για να... εξετάσουν το θαύμα. Λέγεται, άλλωστε, πως ο θειούχος -πλούσιος σε νιτρικά άλατα- πηλός, ήταν γνωστός από την αρχαιότητα για τις πολλαπλές ιαματικές του ιδιότητες. Αλλοι τον αλείβονται, άλλοι κάνουν απλωτές σε τόνους λάσπης, άλλοι τον τρώνε! Ανάλογα το πρόβλημα...
Για άλλους λόγους, μα επίσης διάσημα, τα νερά του οικισμού Μεταλλικό (5 χλμ. βόρεια του Κιλκίς, εκεί και η στέγη της Δημοτικής Πινακοθήκης). Το μεταλλικό ξινό νερό αναβλύζει φυσικά από μια πηγή στην καρδιά του χωριού. Κάνει λέει, πολλά καλά, αλλά δεν ενδείκνυται για όλα τα γούστα. Εν πάση περιπτώσει, μια δοκιμή θα σε πείσει.
Μια λίμνη-χίλια δέντρα
Eπιτέλους, αυτό που περίμενες. Που ονειρευόσουν από τη στιγμή που ξεκινούσες ετούτο το ταξίδι. Τα σύνορα του νερού· να αρχίζουν και να τελειώνουν σε πολύχρωμες σημαδούρες. Στα παραλίμνια δάση, στα λημέρια του Μπέλες, θαυμάζεις απ' όλες τις μεριές το γιγάντιο παραπέτασμα να ορθώνεται για 60 χλμ.- τόσο επιβλητικό είναι, που δεν σε αφήνει να διανοηθείς τι κρύβει στην πίσω πλευρά.
Στη Δοϊράνη, στο Δροσάτο και τα Αμάραντα, τα 1.180μ. των Κρουσσίων πατούν απαλά στη γη και τα σπίτια που σκαλώνουν στις απολήξεις τους, έχουν παράθυρο σε κάμπο και σε λίμνη. Πόσες φορές επέστρεψες στις πόρτες τους; Πάνω-κάτω για 28 χλμ. σε απέραντες ευθείες... Να δεις ξανά και ξανά τις καλύβες των ψαράδων να ισορροπούν στις καλαμιές, να αιωρούνται πάνω από γυάλινα, ακούνητα νερά. Το στέκι του καθενός καθρεφτίζει το ποιος είναι, τι τον νοιάζει, πόσο μερακλής αισθάνεται. Και μιας και μιλάμε για μερακλήδες...
Ο Νίκος Μαυρουδής και ο Αλέξανδρος Μουστάκας «περπατούν» τα δίχτυα τους πρωί - απόγευμα. Ξεψαρίζουν σε δυάδες, ταΐζουν πελεκάνους -τους βαφτίζουν με ονόματα- βουτούν μέχρι τη μέση αν χρειαστεί να σε βοηθήσουν στη βάρκα τους. «Εχουμε ξεχάσει τι χρώμα έχουν τα ψάρια», σου λένε μισοαστεία-μισοσοβαρά. Είναι αλήθεια· η ψαριά έχει μειωθεί αισθητά. Μα κανείς τους δεν πρόκειται να αλλάξει συνήθειες. Δυο ώρες κάθε μέρα θα τους βρίσκεις εκεί. 15 στο σύνολό τους όλους κι όλους, να προμηθεύουν με «ζωντανά γριβάδια» και προικιά τα ταβερνεία της περιοχής.
Κάποτε γέμιζαν κι αυτά -σαν τα καφάσια στις πλάβες- απ' τους επισκέπτες του Σαββατοκύριακου. Υπομονή κάνουν τώρα, όπως όλοι, ανοίγουν μόνο απογεύματα, μόνο Σαββατοκύριακα, όποτε μπορεί ο καθένας. Πιστοί στους καθημερινούς ρυθμούς, συνεχίζουν στωικά, με παντοτινούς γειτόνους τους το σκοπιανό Νικολίτσι απ' τη μια, τα φώτα Παλιάς και Νέας Δοϊράνης στην άλλη άκρη της απέναντι όχθης…
Ο παραλίμνιος δρόμος που αγκαλιάζει τη λίμνη αποκαλύπτει σε κάθε νεροφάγωμα και έναν ξεχωριστό μικρόκοσμο. Απ' το μνημείο και το βρετανικό νεκροταφείο των πεσόντων των αιματηρών συρράξεων 1914-18, μέχρι το Μουσείο της Λίμνης Δοϊράνης κι από εκεί, στο μνημείο της φύσης «Χίλια Δέντρα»... 590 στρ. γης σπαρμένα με φράξους και βελανιδιές 400 ετών, σκλήθρα και υπέργηρα πλατάνια, όλα ενταγμένα στο Δίκτυο Natura 2000.
Αν ψάξεις, βρίσκεις κι άλλα, λιγότερο εμφανή. Ξετρυπώνεις ξασπρισμένες αμμουδιές καμωμένες με χιλιάδες όστρακα, ξέφωτα ακουμπισμένα σε κορμούς γερά βαλμένους στα θολά νερά.
Παράλληλα με το μεγαλειώδες βουνό πορεύεσαι, λίγο ακόμα σε κιλκισιώτικο έδαφος- από την Καστανούσα και έπειτα, «πιάνεις» Σέρρες. Μικροβρύση, Συκαμιά, Ακακίες, Μουριές. Πρόβατα βόσκουν ανενόχλητα σε παιδικές χαρές, κουβέρτες απλώνονται στον ήλιο να φύγει η υγρασία και οι ταξιδιώτες παίρνουν το τρένο που έρχεται από την Αλεξανδρούπολη για την κοντινή Θεσσαλονίκη.
Ο Σ.Σ. Μουριών δεν λειτουργεί εδώ και καιρό, μα αυτός είναι το «κέντρο». Από εδώ ξεκινούν και τα 5 χωμάτινα χιλιόμετρα μέχρι τους ονομαστούς καταρράκτες του δάσους Μουριών (το δάσος του Μπέλες ουσιαστικά) πλημμυρισμένο στα πλατάνια, τα σφενδάμια, τις οξιές. Στη «λάκα» του, οι πηγές του βουνού ξεχύνονται ορμητικές, κρυστάλλινες, στολίζονται με ουράνια τόξα...
Κι ο χωματόδρομος συνεχίζει, διακλαδίζεται, μόνο οι κυνηγοί ξέρουν απ' έξω και ανακατωτά τα κατατόπια. Οπως ο Νικήτας Πετρίδης, ο κτηνοτρόφος (ο χρυσοθήρας!), που πάντα θα σε περιμένει στο κονάκι του, «όποτε κι αν ξανάρθεις», στο έταξε, το θυμάσαι! Σου υποσχέθηκε να σε οδηγήσει στο «μυστικό» εκείνο μονοπάτι όπου βλέπεις και τις δυο λίμνες μαζί, τόσο ψηλά! Δοϊράνη και Κερκίνη σε ένα κάδρο. Μα δεν του ΄μελλε. Απ' την αρχή τα συμφωνήσαμε. Να εύχεσαι για καθαρό ουρανό. Μόνο αυτό θέλεις.
ΠΗΓΗ:thetravelbook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου